United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι ζαβώθηκε και πήρε δρόμο εκείνος, μηδέ κατέχει μια σταλιά να δει κι' ομπρός και πίσω, πώς θαν του πολεμά άβλαβο τα' ασκέρι στα καράβιαΕίπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου, 345 και βγάζει τη ροδόθωρη κοπέλα απ' το καλύβι και τους τη δίνει ναν την παν. Κι' αφτοί γυρνούσαν πίσω στον κάμπο, κι' άθελα μαζί κι' η κόρη περπατούσε.

Το αληθές είνε ότι ο μπάρμπ’-Αλέξης ο Καλοσκαιρής έτρεφε μεγάλην στοργήν προς τον συμπλωτήρα του, τον Πανταρώταν. Δεν εμερίμνα τόσον περί του εαυτού του, αν θ' αξιωθή να λάβη σύνταξιν από το Ναυτικόν Απομαχικόν Ταμείον, όσον περί του συντρόφου του. Εκεί που έπλεεν από κάβον εις κάβον, από αιγιαλόν εις αιγιαλόν, ίστατο μίαν στιγμήν, άφινε την κώπην, έφερε την χείρα εις το μέτωπον, κ' έλεγε·

Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215 «α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη! δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη, αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου. ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα, αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220 μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα• και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώνταςτον αέρα. αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».

Γιαννακό, εψιθύρισα εις το ωτίον του συντρόφου μου, δεικνύων διά του δακτύλου το εκ στουπίου πώμα της βαρέλας· δεν θα ήτο νόστιμον ν' ανοίξωμεν την βρύσιν;

Η καρδία αύτης, καίτοι προ πολλού εκτραχυνθείσα υπό της σχολαστικότητος και φιλαρεσκείας, κατείχετο υπό είδους τινός ανησυχίας, ενώ εσυλλογίζετο ότι έμελλε μετ' ολίγον ν' απομακρυνθή ανεπιστρεπτεί του συντρόφου εκείνου, από του οποίου εις διάστημα δέκα πέντε ετών ουδέ στιγμήν απεχωρίσθη.

Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα εις το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να διαβαίνη από σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με πλούσια φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν.

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· «Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον 35 από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι, φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα, άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες, και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν, ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· 40 τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας».

Και το σκυλί του συντρόφου, το ράθυμο και μουλωχτό, αναμαλλιασμένο τόρα από τους κλώτσους των ναυτών και τον τρόμο του, έκατσε με πείσμα στο τσιμπούκι και ούρλιαζε δείχνοντας σπαθιά τα δόντια του στον κεραυνό, σαν να ήθελε να τον φοβερίση. Μα το ψωμάκι εσάστισα. Πρώτη φορά που εσάστισα στη ζωή μου. — Βόηθα τύχη της Σμαρώς· είπα μέσα μου. Αλλά βρόντος φοβερός έκοψε στη μέση τον στοχασμό μου.

Την ώραν πού τους ετουφεκοβολούσαν τ' αποσπάσματα, ελλοχεύον όπισθεν πυκνών θάμνων και βράχων το παλληκάρι εκείνο της Ρούμελης, ίσως διότι το ταμπούρι του τού εφαίνετο πολύ ασφαλές, τις οίδε τι είχε σκεφθή, ή τι σοβαρόν είδεν, ή τι αστείον ήκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ' εγέλασεν, όπως οι άνθρωποι γελούν. Συγχρόνως, εν ακαρεί, του ήλθε το βόλι.

Περί του συντρόφου της Lavator, κοινοτάτου κωμικού, τις οίδε τινος ιπποδρόμου της Ευρώπης, ουδέ λόγος δύναται να γείνη, ειμή μόνον ότι είνε σύζυγος της Lilly, — ως λέγει. Δεν εξακολουθώ την επιστολήν μου σήμερον, διότι η συνέχεια θα ήτο λυπηρά. Προτιμώ να σου μείνω και πάλιν χρεώστης. Εν Αθήναις, τη 2 Αυγούστου 1879. Ανέβης λοιπόν εις το Ρίγι και δεν ετρόμαξες!