United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει, αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός. -Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει εκείνον που διώρισε ο θεός», ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά: «Ποιος είν' αυτός που αδιάντροπα πλανάει τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά

Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι 585 με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, φυσώντας, μες στα χώματα.

ΓΟΝΖ. Κάθε πράμμα, κοινό για όλους, θα το εγεννούσε η φύσις δίχως ίδρωτά μας, δίχως δυσκολία· αφού η προδοσίες και οι φόνοι ήθελε είναι αγνώριστα, τι χρεία θα είχα για σπαθιά, για κοντάρια, για τουφέκια, ή γι' άλλη μηχανή; δεν θα τα ήθελα· έπρεπε μοναχή της η φύσις να βγάνη άφθονα όλα τα καλά, να τρέφεται ο άκακος λαός μου. ΣΕΒΑΣΤ. Δεν θα εγνώριζαν παντρειές οι υπηκόοι του;

Ο Αμλέτος άμα φθάση θέλει μάθη ότ' είσαι εις την πατρίδα· ωστόσο εμείς θα βάλωμ' άλλους να σε υπερεπαινούν και στίλβωμα να δίδουν διπλότην φήμην, οπού ο Γάλλος σώχει κάμη· θέλει σας φέρουντον αγώνα· θέλει βάλουν στοιχήματα, και αυτός, αστόχαστος, γενναίος, οπού ποσώς δεν βάζει δόλον εις τον νουν του, δεν θα εξετάση τα σπαθιά, και συ με τέχνην έν' ακούμπωτο παίρνεις, κ' έπειτατην μάχην μ' εκείνο τον περνάς, εκδίκησιν να λάβης διά τον πατέρα σου.

Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω του μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλύτερα σπαθιά έχω κ' εγώ μέσα στ' ασκέρια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ' ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ' ακούω και δοκιμάζω θάμματά σου».

Γλήγορα τότες θάβλεπαν να γονατίσει η Τροία 290 και σκλαβωμένη απ' τα βαριά να ρημαχτεί σπαθιά μαςΕίπε, κι' αφίνει αφτούς εκεί και προχωράει στους άλλους. Αφτού το Νέστορα απαντάει, το ρήτορα της Πύλος με τη γλυκόφωνη λαλιά, την ώρα που τους λόχους έσαζε, και να πολεμάν τους έλεγε σαν άντρες, με λοχαγούς τον Αίμονα, το Βίαντα, το Χρόμη, 295 τον αντριωμένο Αλάστορα, τον αψηλό Πελάγο.

«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν», τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος· το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν, κάτω: «ψωμί, ψωμίβογκά ο λαός. «Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει, και στους γονατισμένους τα σπαθιά χιμούν, χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει, γεμίζουν τον αέρα βογκητά.

Τι δε θάδινε να μπορούσε να το ειπή και τούτος! Τα πλούτη του, τη θέση του, τη ζωή του, την ψυχή που θα παραδώση στο Γιαραμπή. Όλα τα δίνει· μα δεν ωφελούν τίποτα. Πάει τ' ασλάνι πώδενε μια φορά με την ουρά του γη και θάλασσα. Τώρα ημέρεψε και δεν το ψηφά κανείς. Χίλιοι το πολεμούν μύριοι το μάχονται. Κρυφά και φανερά το πολεμούν. Με ξύλα, με λιθάρια, με σπαθιά και με βρόχια.

Για αφτό αφρισμένοι οι Δαναοί κι' οι Τρώες το καράβι ένας τον άλλο από κοντά βαρούσαν, κι' απ' αλάργα δεν καρτερούσαν δοξαριών ρηξές και κονταριώνε, Μον έστεκαν σιμά σιμά, κι' οι δυο τους μ' ίδιο πάθος, 710 και με μπαλτάδες κοφτερούς χτυπιόντουσαν κι' αξίνες και με θεόρατα σπαθιά και δίστομες μαχαίρες.

Την παράλλη μέρα, ενώ όλη η Αυλή του Βασιληά Μάρκου ετοιμαζότανε για την αναχώρησι από το Τινταγκέλ, ο Τριστάνος, ο Γκορνεβάλης, ο Καερδέν κι' ο ιπποκόμος του, φόρεσαν τους θώρακες, πήρανε τα σπαθιά και της ασπίδες τους, κι' από κρυφούς δρόμους τράβηξαν για τ' ωρισμένο μέρος. Μέσα από το δάσος περνούσαν δυο δρόμοι για τον Άσπρο Κάμπο.