Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Μα αφτή η βουλή τού δόκησε σαν πιο καλή, να σύρει στο βασιλιά. Κι' οι διο στρατοί στην μάχη πελεκιούνταν με πείσμα, κι' άλιωτος χαλκός γύρω στα στήθια αχούσε 25 καθώς χτυπιούνταν με σπαθιά και δίστομα κοντάρια. Εκεί οι θεόσπαρτοι έσμιξαν το γέρο βασιλιάδεςτι απ' τα καράβια ανέβαινανόσοι είταν λαβωμένοι, τ' Ατρέα ο γιος, και του Τυδιά ο γιος, και του Λαέρτη.

Αν θέλετετα σίδερα να μη σας βάλω όλους, απ' τ' άνομα τα χέρια σας πετάξετετο χώμα αυτά τ' ανόσια σπαθιά, 'ς το έγκλημα βαμμένα, κι' ακούσατε τον ορισμόν και την απόφασίν μου.

Μόνο τα φύλλα από τα καλάμια κουνιόντουσαν πάνω στο φρύδι, ίσια, δύσκαμπτα σαν σπαθιά που ακονίζονταν πάνω στο μέταλλο του ουρανού. «Έφις αντίο, Έφις αντίο».

Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια· και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να ήμασθεν όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι τίγρεις, επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν αυτά τα θανατηφόρα ζώα.

Εις τα πλευρά των θρόνων έστεκαν οι σωματοφύλακες του βασιλέως με σπαθιά γυμνά εις τα χέρια, και δύο σκλάβες πολλά ωραίες έστεκαν κοντά εις τον θρόνον της βασιλοπούλας.

Κι' αφτοί, όπως διπλοκέρατο αλάφι ή αγριογίδι παίρνουν κυνήγι οι χωριανοί κι' ασπροτριχάτοι σκύλοι, μα φέβγει αφτό σε σγουμπουλά βουνά και δασωμένες λογγιές, μηδέ γραφτό μαθές δεν είταν ναν το πιάσουν, τι απ' τις φωνές τους λέοντας αρχοντικός στο δρόμο 275 προβάλνει κι' όλους θεν δε θεν σε μια άχνα τους κωλώνει· έτσι οι Αργίτες σωρεφτοί πριν κυνηγούσαν πάντα όλο χτυπώντας με σπαθιά και δίστομα κοντάρια, μα άμα τον Έχτορα είδανε π' ορμούσε απάς στους λόχους, δείλιασαν κι' όλων θρούβαλα τους έγινε το θάρρος. 280

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εάν σ' ιδούν σ' εσκότωσαν! ΡΩΜΑΙΟΣ Αλλοίμονονεμένα! Φοβούμαι περισσότερον το ιδικόν σου μάτι, παρά σπαθιά των είκοσι. — Με γλύκαν κύτταξέ με, και ούτε συλλογίζομαι την ιδικήν των έχθραν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν ήθελα να σε ιδούν διά τον κόσμον όλον. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν έχει φόβον της νυκτός το ράσον με σκεπάζει, φθάνει εσύ να μ' αγαπάς, κι’ ας μ' εύρουν δεν με μέλει!

ΤΥΒΑΛΤΗΣ, σύρων το ξίφος. Εδώ είμαι εγώ, να σου δείξω εσένα. ΡΩΜΑΙΟΣ Μερκούτιέ μου, κρύψε το σπαθί σου. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Έλα, Κύριε· να ιδώ την τέχνην σου. ΡΩΜΑΙΟΣ Ξεσπάθωσε, Μπεμβόλιε, και κτύπα τα σπαθιά των είν' εντροπή σας, άρχοντες· είν' εντροπή· σταθήτε· Τυβάλτη! ω Μερκούτιε! Επρόσταξεν ο Πρίγκηψ να παύσουν τα μαλώματατους δρόμους της Βερώνας· Τυβάλτη, κάτω το σπαθί! Μερκούτιε καλέ μου!

Το κύμα καθώς έσκαζε ψηλά, εσπιθοβολούσε πολύχρωμο και βροντερό, σαν να εκυλούσε θρίμματα λογχών και γυμνά σπαθιά, κομμάτια οβουζίων και κάνες ντουφεκιών, δίκοπους μπαλντάδες και μαχαίρια και κράνη χάλκινα και θώρακες και ασπίδες, σπρώχνοντας να τα ρίξη πέρα στην ακρογιαλιά μαζί με τα σκοτεινά κορμιά, για να ιδούν οι άνθρωποι τα ολέθριά τους έργα και να φρίξουν.

Έπειτα άρχισε να περιγράφει το ναό και τα ανάκτορα του Βασιλιά Σολομώντα. Ο Τσουανατόνι αποκοιμήθηκε κι εκείνος ανιστορούσε ακόμη. Έξω τα καλάμια θρόιζαν τόσο βίαια που έμοιαζε να δίνουν μάχη. Την αυγή, βγαίνοντας από την καλύβα ο Έφις είδε πράγματι εκατοντάδες από αυτά να κρέμονται σπασμένα, με τα μακριά φύλλα τους σκορπισμένα καταγής σαν σπασμένα σπαθιά.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν