Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Δεν το μπορούσα. Κι απάνω στην απελπισία μου, άρπαξα το μόνο που μου ήρθε στο νου κ' είπα: — Μα το Σβεν μπορείς να τον αφήσης; Τινάχτηκε, σα να τη χτυπήσανε, κ' έπλεξε τα χέρια της απελπισμένα. — Όχι, όχι, δεν μπορώ. Πήγε τρεκλίζοντας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με παρακάλεσε να την αφήσω μόνη.
Η μάννα ξανατύλιξε το παιδί της, άφησε όξω τ' αχνό κεφαλάκι του με τ' ανοιχτά τα κίτρινα και σβυσμένα μάτια του. Οι ταχτικοί του φαρμακείου τόρα ξανάπιασαν την κουβέντα τους για τα πολιτικά του τόπου τους με περισσότερη ζωηρότη, τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια, κουτσοπίνοντας τη μαστίχα τους. Σε λίγο η μάννα σηκώθηκε αναστενάζοντας, έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά της.
Χαλνάει ο κόσμος τριγύρω τους, η όψη της γης αλλάζει, — και κείνοι μένουν ακλόνιστοι· μήτε τρίχα τους δεν αλλάζει. Έπρεπε, φίλε μου, να πιάσουμε από την αρχή τη δουλειά. Όχι από τον Πατριάρχη· στην Αγιωσύνη του πηγαίνουμε και κατόπι. Αρχή της δουλειάς μας έπρεπε να είναι τα &Γράμματα&. Αυτά είναι που κρατούν τις λαμπάδες και δείχτουνε στο Γένος το μεγάλο του δρόμο.
Περπατούμε βαρύκαρδοι και συλλογισμένοι μέσα στο μεγάλο το δρόμο που πηγαινόρχουνται χιλιάδες και χιλιάδες. Ο δρόμος είναι γεμάτος, κι ως τόσο θαρρείς πως βρίσκεσαι σ' ερημιά. Κοίταξέ την αυτή την ξανθομαλλού με το φανταχτερό το καπέλλο. Σταματά τ' αμαξάκι της κοντά στην καρότσα του μαυριδερού αυτουνού τσελεμπή, που τη βλέπει και πάει να τα χάση.
Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά, πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παληά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του. — Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ. Ούτε φωνή, ούτε ακρόασι. Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι. Το σοκάκι ήτανε έρημο.
Κάποτε χάραζε με λεπτές άλικες γραμμές σε άσπρο φόντο τον αποχαυνωμένο νιόνυφο με τη νέα του γυναίκα και τον Έρωτα φτερουγίζοντα γύρω τους — έναν Έρωτα σαν έν' από τους αγγέλους του Donatello —, ένα πλασματάκι γελαστό με χρυσωμένα ή μπλε φτερά. Και στην κυρτή πλευρά έγραφε τόνομα του φίλου του. Το ΚΑΛΟΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ή ΚΑΛΟΣ ΧΑΡΜΙΔΗΣ μας λέει την ιστορία της εποχής του.
Και 'μεις τόσο συμφωνούσαμε στην ιδέα του δασκάλου μας, ώστε μόνο το σύνθημα περιμέναμε για να μην αφήσωμε τούρκικο κεφάλι γερό. Ο Χόντζας όμως υποχώρησε αμέσως· κιόταν ήρθε κοντά δικαιολογήθηκε: — Βαλλαΐ, κύριε δάσκαλε, δεν τώκαμα αξαργιτού, μόνο δεν το 'κάτεχα πως ήστε χαμηλότερα. Το σωστό βέβια είνε να πάτε του λόγου σας πλειο ομπρός, γιατί και περισσότεροι στε, κείνε δα κιο παχιάς χριστιανός.
Και τα δυο είναι εξίσου καταστρεπτικά για τη φαντασία τους όπως θα ήταν καταστρεπτικά για τη φαντασία όποιου και νάναι, και σε λίγον καιρό αναπτύσσουνε μιαν ανθυγιεινή κι αρρωστιάρικη ικανότητα να λένε την αλήθεια, αρχίζουν να βεβαιώνουν καθετί που λέγεται μπροστά τους, δεν διστάζουν ν' αντιλέγουν σ' ανθρώπους πολύ νεώτερους από τον εαυτό τους και καταλήγουν συχνά να γράφουνε μυθιστορήματα τόσον όμοια με τη ζωή, που κανένας να μη μπορή να πιστεύη στην πιθανότητά τους.
Άγριοι κ' εμείς σαν δράκοι ετοιμαστήκαμε να παλαίψουμε στήθος προς στήθος με τον Χάρο. Άξαφν' ακούω στην πλώρη στριγγιά τη φωνή του σκοπού και την καμπάνα που εχτύπαε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή και άλλος καμπάνας ήχος ακούστηκε να βγαίνη από το τρισκότιδο. Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, χίλιες φορές καλότυχος και καλόμοιρος!
Δεν έβλεπε τον κόσμο όπως και πριν. Ούτε τον κόσμο, ούτε τους ανθρώπους. Αν τώρα θυμότανε την υπόσχεση που έδινε στη μάννα του, κοκκίνιζε σαν παπαρούνα. Η ξυππασιά που είχε για την καταγωγή του, έπεσε αποπάνω του σαν αποφόρι. Στην αρχή μάλιστα ξαφνίστηκε για τούτο. Πίστεψε πως ήταν θεόγυμνος. Ντράπηκε να παρουσιαστή έτσι στο χωριό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν