Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Πλην τώρα έχω να σου ‘πώ χαροποιά, παιδί μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλοδεχάμενη η χαρά εις τέτοιαις μαύραις ώραις! ποια είναι τα χαροποιά; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ένα πατέρα έχεις, που έχει, Ιουλιέτα μου, την έννοιαν σου, και θέλει την πλακωμένην σου καρδιάν να σου την ελαφρώση, και τώρα σου ετοίμασε χαρμόσυνην ημέραν, που δεν την επερίμενες, και ούτ’ εγώ ακόμη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κι’ αν έχω 'ρώτημα καλόν, τι 'μέρα είναι τούτη;

Τη βλέπει, τσιρίζει σαν τρελλή, και πέφτει χάμω. Μα ποιος να την ακούση, και ποιος να τη νοιαστή! Μήτε την ξαναείδε πια μήτε την ξανάκουσε την Καλλίτσα της. — Στάσου! αντισκόβει ο Μυλόρδος. Δεν την άκουσε η μικρή τη φωνή; — Κι αν την άκουσε πού να το ξέρουμε! αποκρίνεται ο πατέρας γελώντας, σα να του ήρθε νόστιμο τέτοιο ρώτημα. Εκεί απάνω ξαναμπαίνει κ' η Φωτεινή.

Λοιπόν, σύμφωνοι; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. — Ε, και θέλει ρώτημα ; είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας πάλι το ραβδί του και ξαναρχίζοντας: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων! ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Ο Δημητράκης περίμενε με καρδιοχτύπι την κόρη· ήξερε καλά τη φτωχοπερηφάνεια τ' αδερφού του και φοβότανε την άρνησή του. — Ε, τι λέει; δέχεται; την ρώτησε μόλις την είδε.

»Έπειτα όμως είδα πως η καρδιά σου μέσα είτανε καλή, αν και δεν το έδειχνε, κι άρχισα να εννοώ πως δεν μπορείς ποτέ να γίνης διαφορετικός και πως σε σπάραξε και σε πίκρανε μόνο που δεν απάντησα στο ρώτημά σου κ' έτσι χτύπησες τυφλά, χωρίς να ξέρης πως ο τρόπος σου μ' έκαμε να πονέσω. Και τώρα ακόμα δε γνωρίζω τι ν' απαντήσω, μα δεν πρέπει να παραξενευτής γιατί σου γράφω.

Παρατηρούσα όλη την ώρα την γυναίκα μου και την παρατηρούσα από το πλευρό, ενώ το βαπόρι ανέβαινε ψηλά στα κύματα και κείνα πλημμυρίζανε το κατάστρωμα από την καρίνα ως το τιμόνι. Μα δεν μπορούσα νανακαλύψω τίποτε, που να έδινε την απάντηση στο άφωνο ρώτημά μου.

Το σκαρί του απαράλλαχτο το μπρίκι του Μοναχάκη. — Αυτό είνε, δεν το βλέπεις μαθές; είπε ο Πεφάνης, αφού κρέμασε και το τελευταίο μπλάστρι. Όλο κι' όλο. Τάλλα γεροντάκια κύτταζαν μα δεν ξεχώριζαν. — Αυτό είνε, είπε πάλι ο Πεφάνης. Θέλει και ρώτημα; Κάποια ζημία θάπαθε. Δεν το βλέπεις πως είνε σαν καραβοτσακισμένο, γδαρμένο από όλες τις μεριές, αγνώριστο. Η «Αθηνά» του Μοναχάκη.

Κι αν είνε τι; Ο γιος του Ευμορφόπουλου δεν πρέπει να τους δουλεύη· όχι, δεν πρέπει. — Και τι θα φάμε; τον ρώτησε μια ήμερα πεισμωμένη κ' εκείνη. Ο Αριστόδημος στάθηκε ξαφνισμένος και την κύτταξε κατάματα. Του φάνηκε ανέλπιστο το ρώτημα της. Γρήγορα όμως αναψοκοκκίνισε, βρόντηξε το ποδάρι του στη γη κι απάντησε. — Δεν ξέρω.

Να μην κατηγορούμε λοιπόν τη δημοτική, παρά να καταλάβουμε μια και καλή ως που μας κατάντησε η καθαρέβουσα κ' η μισή γλώσσα . Για να το συλλογιστούμε τώρα δίχως πάθος, ήσυχα, μάλιστα με τον πατριωτισμό που θέλει τέτοιο ζήτημα, με την αγάπη που θέλει ο λαός. Πρώτα ναποκριθήτε στο ρώτημά μου· μπορεί κάθε Γάλλος, ως κι ο πιο αγράμματος, να πη τόνομα του τόπου του, χωρίς να κάμη λάθος; Βέβαια!

Άσε με ήσυχο! έκανε ο Γιώργης. Δεν έχω όρεξι για κουβέντες... Ο Σταύρος τον κύτταξε λοξά, έστρηψε το μουστάκι του, ξερόβηξε και, κάνοντας ένα γέλιο παράξενο, βγήκε απ' την ταβέρνα σφυρίζοντας χωρίς να χαιρετήση κανένα. — Έχετε τίποτε; ρώτησε ο Μήτσος σε λίγο. — Τι νάχωμε; είπε ο Γιώργης· στο σπίτι του μέσα δεν είνε αφέντης κανένας; — Θέλει και ρώτημα;

Σωκράτης Εκείνος που μ' ερωτάς, Κρίτων, είναι ο Ευθύδημος· και ο άλλος που εκάθητο αριστερά μου, ο αδελφός του ο Διονυσόδωρος· είχε και αυτός μέρος εις την συζήτησιν. Κρίτων Δεν γνωρίζω ούτε τον έναν ούτε τον άλλον. Σωκράτης Είναι καθώς φαίνεται, κάποιοι καινούργιοι πάλιν σοφισταί. Κρίτων Και από πού, νάχωμε καλό ρώτημα; και ποια είναι η σοφία των;

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν