Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ο νιος ψαράς που διάβαινε στην άκρη από την λίμνη Βλέποντας γόνατο λαμπρό, ζωγραφισμένο πόδι, Μεθάει, χωρίς να πιη κρασί κι' από τον νουν του βγαίνει. Όσες βολές κινάω ν' αρθώ Βουνό, να σε απολάψω, — Βουνό, που μες' 'ς τ' ανέγνωρα Και μυστικά σου βάθια, Πώς μου εμεταμορφώθηκες και μώγινες αγάπη Κρυφοθιομαίνομαι κι' εγώ Και μ' αγνωμιά απομνέσκωΌσες βολές κινάω ν' αρθώ.

Παραφυλάει τα περάσματα ο Λάμωνας, επειδή λυπήθηκε το παραμελούμενο κατσικάκι, κι απάνω στο καταμεσήμερο, αφού πήρε κατά πόδι τη γίδα, τη βλέπει να στέκεται μ' ανοιχτά τα πόδια προσεχτικά μήπως πατώντας με τα νύχια της το μωρό του κάνει κανένα κακό, και τούτο σαν από μάννας βυζί να βυζαίνη το γάλα.

Κάτω στην άκρη του γιαλού χωριατοπούλες πλέναν, Πλέναν τα ρούχα κι' άπλωναν και με τον άμμο επέζαν, Φύσηξε ένας κακός θρακιάς, φύσηξε τρεμουντάνα, Και κάποιας ανασήκωσε το γυροφούστανό της, Κ' εφάνη τ' άσπρο πόδι της κατάζορκο ως το γόνα, Κ' έλαμψε ολόγυρα ο γιαλός, κ' έλαμψε ο κόσμος όλος.

Άμα πατήσω το πόδι μου στη στερηά θα σας γράψω αμέσως. Να πήτε μόνο της Ουρανίτσας μου να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί με την Ουρανίτσα μου θα κάνουμε Λαμπρή και τούτη τη χρονιά. Μόνο να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση...» Ήρθε και η Λαμπρή μα δε φάνηκε ο Γιαννιός. Ούτε γράμμα ούτε τίποτε.

Κι εκείνος με το χέρι αμπώχνει τ' αρχοντόπουλο αλάργα από κοντά του· κι' ο Αγαμέμνος μια ακόντια του ζάφτει στο λαγγόνι και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και βάζοντας το πόδι στα στήθια απάνου, όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. 65

Τότε εσηκώθηκε η Θαΐς και πρώτη εχόρευσε κι' εσήκωνε το φόρεμά της πολύ ψηλά κι' έδειχνε τα πόδια της, ωσάν τάχα μόνον αυτή τα είχε ώμορφα. Όταν δε έπαυσε, ο Λαμπρίας ο δικός της εσιώπα και δεν είπε τίποτε• ο Δίφιλος όμως είπε πολλούς επαίνους, εις την Θαΐδα, ότι εχόρευε με ρυθμόν και χάριν και ότι το βήμα της ηκολούθει με ακρίβειαν την κιθάραν, ότι το πόδι της ήτο κομψόν και άλλα πολλά τέτοια.

Και πρέπει να το μολογήσουμε πως σ' αυτό το ζήτημα είχε η Δύση το δίκιο μαζί της. Και το χερότερο για τα μας, που όχι μονάχα δεν πάτησε πόδι στο Βυζάντιο η συνοδία εκείνη, μα και φυλακίστηκε μέσα σ' ένα κάστρο της Θράκης .

Αυτά 'πε καιτον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη• και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45 «Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».

Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχη, κι όλο να τρέχη! Απέραντη αράδα σταλαματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τηνε δη αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύη καμιά μέρα στο πέλαγό του! Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλή. Όλη τη νύχτα είτανε στο πόδι οι δικοί του.

Και λυγίζωντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της Σαντορίνης ανταπόδωκεν αμέσως το πείραγμα: — Κα μπρε τα πουλί μου... Τσ' αν πας στο Ταϊγάνι τσ' ερθής με το καλό, να μου φέρης ένα φλουσκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!... Ο θερμαστής είχε τα ένα πόδι στη σκάλα κ' ετοιμαζόταν να βάλη και το άλλο. Επήγαινε ν' αλλάξη τα βρεγμένα ρούχα του.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν