Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Θυμήθηκε που είδε εις βιβλία κοριτσάκια ντυμένα με άνθη. Άνθος θέλω να γίνω και εγώ, καλή Νεράιδα, τέτοιο όμοιο διά να μένω πάντα εδώ. Ανόητα πράγματα μου ζητείς, απαντά η Νεράιδα. Το θέλω, λέγει, δεν δίδεις εσύτα παιδιά ό,τι κι αν σου ζητούν; Και χαϊδευμένη καθώς ήτο η Ανθούλα, εκτύπησε με πείσμα το πόδι της. Αφού το θέλεις, είπε σοβαρά η Νεράιδα, ας γίνη.

Πότε πότε έσκυβε λίγο, έβλεπε τα πόδια της, μεγάλα και ωχρά, να κινούνται μες στο νερό, έβγαζε πότε το ένα και πότε το άλλο και ξεκολλούσε πάνω από το βρεγμένο πόδι ένα μαύρο, γυαλιστερό βώλο που είχε κολλήσει εκεί και τον έβαζε μέσα στην μποτίλια σπρώχνοντάς τον με ένα βούρλο. Ο βώλος ξεδιπλωνόταν, στένευε, έπαιρνε τη μορφή μαύρου δαχτυλιδιού: ήταν μια βδέλλα.

Από το αριστερό μέρος και κοντά στη γωνιά, κατά το προσκήνιο, ο δεσμοφύλακας Ερμογένης. Κοντός, καμπουράκος, κοκκαλιάρης, μυταράς, φαλακρός, με μαδημένο γένι κοκκινότριχο. Φορεί χιτωνίσκο φαιό, στο ένα πόδι σανδάλι και γύρω από της κνήμες έχει τυλιγμένες λουρίδες από λινό φαιόχρωμο. Άγιος ΔημήτριοςΕρμογένης. ΕΡΜΟΓ. Σ' όλες της πόρτες αγρυπνάνε οι φρουροί, ψύλλος να μου γλυστρήση δεν μπορεί.

Ραβδί και κεφάλι έσπασαν μαζύ κομμάτια, κι' ο Περινίς, ο Ξανθός, ο Πιστός, έσπρωξε με το πόδι το πτώμα μέσα στο λάκκο τον σκεπασμένο με φύλλα. Την ωρισμένη μέρα, ο Βασιλιάς Μάρκος, η Ιζόλδη και οι βαρώνοι της Κορνουάλλης, καβάλλα στα υπερήφανα άλογά τους, έφθασανλαμπρή συνοδείαστον Άσπρο Κάμπο, μέχρι τον ποταμό.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Κοιλιά φειδιού του βάλτου, βράσε, φούσκωσε! Να 'μάτι γουστερίτσας, πόδι βαθρακού, πούπουλο νυχτερίδας, σαύρας δακτύλο, πτερό της κουκουβάγιας, στόμα σκουληκιού, και γλώσσα μανδροσκύλου, και οχειάς κεντρί! Όλ' ανακατωθήτε και αφρίζετε, να γείνη στοιχειωμένος διαβολοχυλός! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Να τη μάγισσα, να τη νεράιδα, την ψέφτρα, να τη σκύλα που μπαίνει. Και πριν ανοίξη το χείλι, την αρπάζω από το χέρι. Εδώ! Αμέσως εδώ! Πέσε χάμου και φίλησε πόδι. Παρακάλειε να μη σε σκοτώσω και φώναξε, φώναξε δυνατά, να σ' ακούσω, πως με γέλασες, πως το σιχαμένο σου το στόμα ψεφτιές ξερνά και μόνο ψεφτιές. Από πού έρχεσαι; Πού κυλιούσουν; Πατσαβούρα!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Το λογισμό σου μη τον φέρνης εσύ πάντα γύρω από τον εαυτό σου• άφ' τη σκέψι απ' τον αγέρα νάρθη ψηλοκρεμαστή, — σαν το μπούρμπουλα δεμένη απ' το πόδι με κλωστή. Βρήκα μια καταστροφή για τη δίκη, πιο σοφή, οπού και συ επίσης μ' εμέ θα συμφωνήσης. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και ποια λοιπόν απ' όλες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Εις τους φραρμακοπώλες είδες την πέτρα την καλή, τη διάφανη, που την φωτιάν ανάφτουν;

Και τ' είνε πιο καλλίτερο στον πλούσιο τον άντρα από τη δόξα την τρανή που οι Μούσες του χαρίζουν; Εκείν' η δόξα πάντοτε μένει στους γυιούς του Ατρείδη· ταμέτρητα τα λάφυρα που βρήκαν και που πήραν, όταν το πόδι επάτησαν στου Πρίαμου τα παλάτια, εκείνα τάκρυψεν η γη και δεν ξαναγυρίζουν.

Όταν συνήλθαν λιγάκι βάδισαν προς τη Λισσαβώνα· τους έμειναν ολίγα χρήματα, με τα οποία έλπιζαν να γλυτώσουν από την πείνα, αφού γλύτωσαν από την τρικυμία. Μόλις επάτησαν το πόδι τους στην πόλη, κλαίοντας το θάνατο του ευεργέτη τους, και νοιώθουν να τρέμει η γης κάτου από τα πόδια τους. Η θάλασσα υψώνεται βράζοντας μέσα στο λιμάνι και σπάζει τα αγκυροβολημένα καΐκια.

Τότε ο Έφις τον κοίταξε από κάτω προς τα επάνω με πόνο και περιφρόνηση. «Έχεις μούτρα και το ρωτάς; Και γιατί βρίσκεσαι τότε ακόμη εδώ εάν δεν ξέρεις τι έχεις κάνει; Εγώ δεν θα σου πω τίποτα, δεν θα σου ζητήσω τίποτα γιατί δεν έχεις τίποτα. Ούτε καρδιά δεν έχεις! Ήρθα μόνο να σου πω ότι δεν πρέπει να ξαναπατήσεις το πόδι σου στο σπίτι τους!» «Δεν χρειαζόταν να κάνεις τον κόπο!

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν