United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση... Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο: — Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά. Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού.

Κι' ο ένας κι' ο άλλος, προσφέροντας αυτές τις λέξεις, κυτταζόντανε με μια υπέρτατη απορία και μια συγκίνηση, που δεν μπορούσανε να την κρύψουν. — Κι' από πιο μέρος της Γερμανίας είσαστε, τούπε ο Ιησουίτης. — Από τη βρωμοεπαρχία της Βεστφαλίας, είπεν ο Αγαθούλης. Γεννήθηκα στον πύργο του Τούντερ-τεν-τρονκ. — Ουρανέ! είναι δυνατόν, φώναξε ο διοικητής. — Τι θαύμα! φώναξε ο Αγαθούλης.

Ο Ραβά μετά τον μισευμόν του αδελφού του επήγεν εις την νύμφην του την Ρεσπίναν, και της εφανέρωσε με χίλια πλαστά λόγια την προθυμίαν του και την αγάπην του, προσφέροντας τον εαυτόν του διά να την δουλεύση εις ό,τι ήθελεν έχει χρείαν· η οποία τον ευχαρίστησε με πολλήν ευγένειαν εις την καλήν του προθυμίαν.

Έπιναν, καθισμένοι στο ήσυχο δωμάτιο του ισογείου, με τα πόδια σταυρωμένα και τον αγκώνα στην άκρη του τραπεζιού. Και οι δυο, ο χοντρός και ο λεπτός, έμοιαζαν ικανοποιημένοι από τη ζωή. «Πιες, πιες!», είπαν και οι δυο προσφέροντας στον Τζατσίντο το κρασί τους, αλλά εκείνος αποποιήθηκε και τα δυο ποτήρια. «Άρρωστος είσαι; Γιατί δεν πίνεις;» «Άρρωστος είμαι, ναι»

Ο ντον Πρέντου είχε κιόλας απομακρυνθεί όταν ο Έφις τον πρόφτασε στη μεγάλη στράτα προσφέροντάς του με τα δυο του χέρια ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και λαχανικά. «Ντον Πρέντου, στείλτε αυτό με την υπηρέτριά σας στις κυράδες μου. Εγώ δεν μπορώ να εγκαταλείψω το κτηματάκι…. και ο ντον Τζατσίντο δεν έρχεται…»

Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι• εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235 είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει• και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι, γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν ανάεραταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου. και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240 ανάκατη όλη εφαίνονταντα βάθη, κ' εβροντούσε ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν μαύρητον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα. κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου, μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245 οπούτην δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν. και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους, επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250 και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι, 'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει• όμοι και αυτοί λαχτάριζαντα βράχη αναιβασμένοι, 255 κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγετην θύραν, εφωνάζαν, προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη. άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν, 'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.

Και εις εκείνους μεν οι οποίοι είναι μετρημένοι εις τους τρόπους των δεν δίδουν ίσως τίποτε, δίδουν όμως πολλά εις τους κόλακας ή εις τους προσφέροντας εις αυτούς καμμίαν άλλην ηδονήν. Διά τούτο οι περισσότεροι από αυτούς είναι και ακόλαστοι. Διότι ευκόλως εξοδεύουν διά τας ακολασίας και επειδή δεν ζουν κανονικά κλίνουν μάλλον εις τας ηδονάς.

Τώρα όμως έβλεπε τις θείες του να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, τον υπηρέτη να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό, τα κορίτσια να τον κοιτάζουν με τρυφεράδα και λαιμαργία, άκουγε τη μονότονη μουσική του ακορντεόν, διέκρινε τις σκιές που χόρευαν μες στη λάμψη της φωτιάς και σκεφτόταν ότι η ζωή του θα έπρεπε να περνά έτσι πάντα, φανταστική και χαρούμενη. «Χρειάζεται προσαρμογή», είπε ο Έφις προσφέροντάς του να πιεί. «Κοίτα το νερό.