United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δυο άντρες απομακρύνθηκαν, αλλά η γριά φώναξε πίσω τον ντον Πρέντου και του είπε χαμηλόφωνα: «Θα μπορούσατε να μου κάνετε μια χάρη; Να πείτε εσείς στην Γκριζέντα να μην πηγαίνει στο ποτάμι; Δεν είναι σωστό γι’ αυτήν, που θα παντρευτεί έναν άρχοντα

Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε: — Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό.

Ειπέ του τα μονάχη σου κ' ιδέ πώς θα τα πάρη. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣτου ήλιου το βασίλευμα η γη δροσοσταλάζει· αλλά εις το βασίλευμα του υιού του αδελφού μου πέφτει βροχή με τα σωστά. Ποτάμι θα το κάμης; Ακόμη χύνεις δάκρυα; Αιώνια θα βρέχη; Το κάμνεις το κορμάκι σου συγχρόνως και καράβι και άνεμον και θάλασσαν. Τα δυο σου 'μάτια είναι η θάλασσα, με δάκρυα καταπλημμυρισμένη.

Ούτε φύλλο εσάλεβε στο νησάκι πάνω, ούτε πνοή εφυσούσε μέσα στο στένωμα. Αζάρωτο ποτάμι μαγικό, εγλυκοκοιμώταν μες τ' αθώρητα τα βάθη του τα μυστικά, περικλεισμένο γύρωθε ανάμεσα στα βράχια του νησιού και της στεριάς τις ξέρες.

Κι' έλα εδωδά καθήστε 495 μαζί μας, γιατί τ' αλόγα τη νίκη λαχταρώντας όπου κι' αν είναι θα φανούν, κι' όλοι θα δείτε τότες τ' άτια μαθές των αρχηγών, πιά 'ναι μπροστά, πιά πίσωΈτσι είπε. Και κατόπιν εφτύς στα τέσσερα ο Διομήδης ζυγώνει, κι' όλο τ' άλογα καμότσιζε στους ώμους. 500 Κι' ήρθε στη μέση στάθηκε, ενώ ποτάμι ο ίδρος 507 έτρεχε κάτου οχ των φαριών τους ώμους και τα στήθια.

Γεννήθηκε πριν δέκα έξι χρόνια, στη γιορτή του Χριστού, την ώρα που πέθαινε η μάνα της. Λοιπόν, κοίτα την καλά: δεν είναι η μάνα της ξαναγεννημένη; Να την…Και πράγματι η Γκριζέντα ανέβαινε από το ποτάμι με ένα πανέρι ρούχα στο κεφάλι, ψηλή, με το μεσοφόρι σηκωμένο πάνω από τις γάμπες της που γυάλιζαν και ήταν ίσιες σαν της ελαφίνας.

Όσο πλησίαζε στο κτηματάκι, ανηφορίζοντας τη δημοσιά, άκουγε το παράπονο ενός ακορντεόν και νόμιζε ότι τον γελούσαν τ’ αυτιά του συνηθισμένα στους ήχους των πανηγυριών. Τόσα μακρινά πράγματα του έρχονταν στο νου και όλα τα φύλλα θρόιζαν τριγύρω για να τον χαιρετήσουν. Να η αιμασιά, να το ποτάμι, ο λόφος, το καλύβι.

Για ναποφύγη όμως την πισοφυλακή του Οστρογότθου, παίρνει μαζί του διακόσους στρατιώτες, περνάει από βουνά κι αδιάβατα μέρη, και πηγαίνει και πιάνει δυσκολόπαρτο βράχο σιμά στο Δυρράχι. Από κείθε απάνω κατεβαίνει στην πλαγιά μεγάλης χαράδρας με ποτάμι στα βάθια της, και στέλνει και φέρνει το Θοδορίχο, συνοδεμένο κι αυτόν από μερικούς καβαλλάρηδες.

Ψάχνω εκεί και βρίσκω εύκολα τα λουριά της μάλλινης ίγγλας της, τα λύνω και την ξαλαφρόνω από το σαμάρι. Ύστερα την ετράβηξ' από το καπίστρι κ' εσηκώθηκε ορθή. Όταν σηκώθηκε ορθή έρευαν ποτάμι τα νερά από πάνου της, σαν είχε βουτηχθή 'ςτο βηρό μέσα.

Δεν ψάλλω εδώ της Αθηνάς τα έργα και τη δόξα, 35 Ή του πανούργου Έρωτα τα φλογισμένα τόξα. Μον τραγουδώ τον άπονο τον ταραχώδην Άρη, Που στα νεκρά κορμιά πατάει με πρόθυμο ποδάρι· Της μάχαις πάντα ορέγεται, τον κόσμο ανακατόνει, Για να πληθαίνει ο πόλεμος, για ν' αβγατάν οι φόνοι. 40 Και μ' απερίγραφτη ασπλαχνιά και μ' άγρια σκληροσύνη Των ζωντανών τα αίματα ωσάν ποτάμι χύνει.