Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.

Ο πληγωμένος αητός δεν θα ξαναπετάξηΈνα συνεχές ούρλισμα είν' η ζωή μου Και όλα των νυκτών μου τα όνειρα Πηγαίνουν εκεί, προς την βαθειά λάμψι των ματιών σου, Εκεί που τα πόδια σου αντανακλώνται, Μέσα σ' ένα αιθέριο χορό Σ' ένα Ιταλικό ποτάμι. Ωιμέ!

Εκ των χειρονομιών του εφαίνετο ότι τους ωδήγει πόθεν και πώς και πού να διευθυνθούν. Το τι τρέχει δεν ηδυνήθην και τότε να το εννοήσω. Ο καπετάνιος εστράφη προς ημάς. — Παιδιά, εφώναξε διά φωνής βροντώδους, ενώ οι στρατιώται προχωρούντες συνεσφίγγοντο περί αυτόν ημικυκλικώς. Παιδιά, αν δεν τρέξωμεν, θα μας πιάση ο εχθρός τα στενά. Εμπρός, παιδιά! θα ξεδιψάσετετο ποτάμι εκεί. Εμπρός!

Οι μέρες όμως ήταν κιόλας πολύ ζεστές και ο Έφις σκεφτόταν και τις μπόρες που φουσκώνουν το ποτάμι χωρίς αναχώματα και το κάνουν να τινάζεται σαν θεριό και να καταστρέφει τα πάντα.

Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες, με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο να ασπρίζουν σαν μαργαρίτες τα κόκαλα των νεκρών, και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου.

«Στο ποτάμι, πούναι κάτω από το χωριό μου, πότισα, διαβαίνοντας, το κατακουρασμένο τ' άλογό μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο, που βγαίνει ίσια-μέσα στ' αγαπημένο μου το Χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι' από λίγ' αμπελοχώραφα. «Είταν πολύ πρωί.

« Αν αρχινήσω και σας 'πω » Ταις μάχαις πώχω κάμει » Τι θε να 'πήτε;» — » ω, . . κ' εγώ » Αν θα σας 'πω, παιδιά μου » Το πώς μου 'τσάκισε ο Αλή » Πασσάς τα κόκκαλά μου, » Φώναξε ο Δράκος, · θα χυθούν. » Τα δάκρυα σας ποτάμι.» « Βελεστινέ · μου!

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις, πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα. ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, 475 το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα, παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι, 'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους• τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. 480

Ξαφνικό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα, παράσυρνε τη σταφίδα απ' τ' αλώνια στα χαντάκια, κάτω στο ποτάμι, πέρα στη θολή και μανιωμένη θάλασσα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γις και ουρανό. Η δυστυχία άπλωσε το βαρύ χέρι της και τσάκισε, και συνέτριψε και κόπους κι αγώνας, και όνειρα κι ελπίδες.

Συλληφθείς ζων, διά προδοσίας προσεφέρθησαν μετά του αδελφού του Γεωργίου εις τον πασάν της Ηπείρου και έλαβον παρ' αυτού ποινήν σκληροτάτην, την της κρεμάλας. Μεταφέρομεν τον αναγνώστην εις το ακόλουθον δημώδες ψαλλόμενον άσμα. Απόψε είδατον ύπνο μουτον ύπνο που κοιμώμουν Θολό ποτάμι πέρασα, θολό και ματωμένο. Κι' ουδέ 'πό πέρα διάβηκα κι' ουδέ 'πό 'δώθε βγήκα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν