United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξενυστάζαμε το σκότος της βλακείας σας της τόσης Και ελιγμών στον νου μας «Σκοτισθήκαμε' από γνώσεις Και εκάμαμ' από φώτα ατελείωτο ποτάμι... Τάχα τι θα μας κοστίσει, αν τους δώσου' ένα δράμι; Διατί και ο αγροίκος να μη φαίνεται σοφός; Αι! λοιπόν κι' εις τους αγροίκους ας δοθή ολίγον φως

Όχι και πολύ· στην εποχή που το μετόχι μας έφτανε κάτου στη Μεσοποταμία. Έπειτα ήρθαν οι Τσιμισκήδες, οι Κομνηνοί, οι Φωκάδες, οι Βουλγαροχτόνοι. Να εδώ· βλέπεις; — Ναι· τι μεγάλο ποτάμι! και μέσ' στα κύματά του κυλάει κεφάλια. Τι άσκημα κεφάλια που είνε! — Είνε Βουλγάρικα. Τάκοψε ο Βασίλειος κι από τότε η γενιά του Θεομίσητου δούλευε σκλάβα στη δική μας. — Τι αθάνατοι! εψιθύρισε ο Δημητράκης.

Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ' αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα: — Σκουλίκι έπεσε! — Δεν δέσανε καλά! — Πέφτουν αλάκερα σταφύλια! — Της πήρε το ποτάμι!

Το ποτάμι, στενεύοντας σ' αυτό το μέρος, τους έσερνε με μια φριχτή ταχύτητα. Μετά εικοσιτέσσερις ώρες ξανάειδαν την ημέρα· αλλ' η βάρκα τους τσακίστηκε ανάμεσα στις πέτρες· χρειάστηκε να συρθούνε από βράχο σε βράχο σ' ένα διάστημα μιας ολόκληρης λεύγας· τέλος ανακαλύψανε έναν απέραντο ορίζοντα περικλεισμένο από βουνά ασίμωτα.

Κλάφτηκε τότες τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, μα θεό δεν έχει να με σώσει οχ το ποτάμι τώρα εδώ; Στερνά ότι πάθω ας πάθω. Μα δε μου φταίει άλλος κανείς θεός απ' τα ουράνια, 275 παρά μου φταίει η μάννα μου που με γελούσε η έρμα, και μούπε, κάτου απ' το τειχί των ασπιστάδων Τρώων πως τάχα από φοιβόσταλτες θα σκοτωθώ σαΐτες. Ας μ' είχε αχσφάξει ο Έχτορας, το πρώτο εδώ κοντάρι!

Φιδωτό το ποτάμι, στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζοδρόμος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.

Συ λογιώτατε, εδώ. — Ελάτε, αλεπούδες! ΕΔΓΑΡ. Ιδέ τον, πώς εγούρλωσε τα 'μάτια και κυττάζει. Και συ, κυρία, βλέπε τον. — Ποιος θα γελάση πρώτος; Έλατο ποτάμι, 'μάτια μου, να μ' εύρης. ΓΕΛΩΤ Είναι τρυπημένο το μονόξυλό της και να τον φωνάξη δεν τολμά να σου 'πή τον λόγον που δεν έρχεται. ΕΔΓΑΡ Το βρωμοδαιμόνιον κυνηγά τον κακόμοιρον τον τρελλόν και κάμνει την φωνήν του αηδονιού.

Παντελή, μείνε συ εδώ να πωλήσης χαβιάρι και περίμενέ με. Εγώ θα φύγω. ― Πού πηγαίνεις ; ― Πηγαίνω να ιδώ τον Πύργον μας. Αύριον την αυγήν επιστρέφω. Επροσπάθησεν ο Παντελής να με μεταπείση, ηθέλησε να με συνοδεύση, μου ενθύμισε την εις Θολόν Ποτάμι φυλάκισίν μου, αλλά δεν ήκουα.

Η Γκριζέντα όμως, ακουμπισμένη στον τοίχο, με το μωρό να της βυζαίνει τα κουμπιά της μπλούζας, κοίταζε κι εκείνη το δίσκο που έλαμπε στο μπαλκόνι και τα μάτια της έμοιαζαν μαγεμένα, όπως εκείνα της προγιαγιάς της όταν τις νύχτες με φεγγάρι κατασκόπευαν τα στοιχειά που κατέβαιναν στο ποτάμι. Ο Έφις ξαναγύρισε μετά τρεις μέρες. Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος.

Ήταν ξυπόλυτη και οι τορνευτές της γάμπες έλαμπαν σαν να ήταν από μπρούντζο. Βλέποντας τον άντρα άφησε να πέσουν τα εσώρουχά της και γέλασε, ξεφωνίζοντας από χαρά μόλις τον γνώρισε. «Μπα, Γκριζέντα! Πας ακόμη στο ποτάμι; Ο άντρας σου το επιτρέπει;» «Γιατί, εκείνος δεν δουλεύει; Μήπως είναι άρχοντας; Εάν ήταν άρχοντας, εγώ θα ήμουν πεθαμένη τώρα. Λοιπόν, δεν θα μπείτε; Καθίστε.