Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
— Εμπρός! είπε ο Αγαθούλης· ας αφεθούμε στη θεία πρόνοια. Πλέξανε μερικές λεύγες ανάμεσα σε όχθες, άλλοτε ανθισμένες, άλλοτε χέρσες, άλλοτε ομαλές, άλλοτε απόκρημνες. Το ποτάμι φάρδαινε πάντα· τέλος χανότανε κάτου σε μια καμάρα από βράχους τρομαχτικούς, που υψωνόντανε ως τον ουρανό. Οι δυο ταξιδιώτες είχανε το θάρρος, να εγκαταλειφτούνε στα κύματα κάτου απ' αυτή την καμάρα.
Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του αμέσως. Μια παρατιμονιά και η «Άγια Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στον βράχο· τι να ιδώ: Το ηφαίστειο σαν πληγωμένος γίγαντας έχυνε από τα πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με φριχτόν πάταγο στους στεναγμούς της σκούνας μας.
Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ, και τρισαλλοίμονό σου. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά. — Κι' αν έχης αδέρφια και ξαδέρφια, χαρά σ' εμένανε, να τρέξη το αίμα μου ποτάμι στην ποδιά σου... Τότε τα δυο τα χείλια της βοσκοπούλας του είπανε πάλι με τρομάρα: — Φύγε, κυνηγέ, από σιμά μου... Και τα δυο της τα μάτια του είπανε με λαχτάρα: — Έλα, κυνηγέ, και πέσε στην αγκαλιά μου.
Και ο Έφις ένιωθε να τον πλησιάζει ο θάνατος, σιγά σιγά, σαν ν’ ανέβαινε σιωπηλός το μονοπάτι συνοδευόμενος από μια ακολουθία περιπλανώμενων πνευμάτων, από τον ήχο του κόπανου κάτω στο ποτάμι των πάνας, από το ελαφρό φτερούγισμα των αθώων ψυχών που είχαν μεταβληθεί σε φύλλα, σε λουλούδια… Μια νύχτα βρισκόταν σε νάρκη μέσα στην καλύβα όταν ξύπνησε απότομα σαν να τον τράνταξε κάποιος.
Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα.
Να προσέχης! αυτό μόνο σου λέω. Γιατί όποιος τόχει το νερό μες την αυλή, δεν πάει στο ποτάμι. . . Μου φάνηκε πονηρή η μικρή. Ξέρεις τι σου είν' αυτές οι μικρές, καθώς έγινε τώρα ο κόσμος!. . .» Έτσι δεν έπαυε η γλώσσα της Κυρίας Ευρυδίκης να στάζη γλύκα ως που βράδιασε.
Και τα πήρε ένα παράπονο, γιατί τώρα μετανοούσαν που το μαρτύρησαν στον βασιλιά. Τότε το κυπαρρίσι ρώτησε ένα συννεφάκι κόκκινο που περνούσε δίπλα του: — Μην είδες το βασιλόπουλο; Και το συννεφάκι του αποκρίθηκε: — Το είδα που περνούσε ένα άγριο ποτάμι. Και τα νερά του ποταμιύυ γινήκανε πιο κόκκινα από μένα. Και σαν επέρασε το ποτάμι, πήρε πάλι τα βράχια και τα γκρεμνά.
Κλείσθηκε μέσα στον πύργο και τα δάκρυά της τρέχανε ποτάμι απάνω στα μαραμένα λουλούδια του κορμιού της. Το βασιλόπουλο σαν είδε κ' έκλεισε το παράθυρο είπε μέσα του: — Πέρασαν χρόνια και καιροί και η αγαπημένη μου με ξέχασε. Διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς, πέρασα βουνά και θάλασσες για να την ανταμώσω.
Το χωρίον Νεοχώρι, όπου καταβάντες το βουνόν εσταθμεύσαμεν, περιέσωζεν έτι και αυτό, καθώς το θολόν Ποτάμι, άφθονα σημεία μαρτυρούντα ότι διέβησαν οι Τούρκοι εκείθεν. Αλλ' ήσαν πλειότεραι σχετικώς εις αυτό αι επισκευασθείσαι οικίαι, η δ' ερήμωσις εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ολιγωτέρα. Το καφενείον όπου εκαθήσαμεν προς αναψυχήν ήτο πλήρες ανθρώπων.
Ως χίλια περίπου χρόνια πριν από τον Κωσταντίνο ξεκίνησε από τα Μέγαρα στόλος, πέρασε την Προποντίδα, κι άραξε στον Κόρφο που σαν ποτάμι κόβει την Ευρωπαϊκή τη στεριά κατά τα πρόθυρα του Βοσπόρου, τον Κεράτιο, το σημερινό το Κατάστενο. Ως εφτά μίλια πηγαίνει μέσα η γλώσσα εκείνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν