Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Κι' ο Έχτορας ακόμα δεν τόξερε, τι ολόζερβα της μάχης πολεμούσε κοντά στην ακροΣκαμαντριά, όπου κορμιά αντριωμένα πέφτανε τόσα κι' άσβυστη βουή είταν σηκωμένη 500 γύρω στο γερο-Νέστορα, στον άξιο Δομενέα.
Άλλο κακό του καιρού εκείνου που το πολεμούσε κι αυτό αλύπητα ο Χρυσόστομος είταν οι δεισιδαιμονίες που αλλού ιστορήθηκαν. Κ' επειδή από το κακό αυτό ζούσαν πάμπολλοι μάγοι κι αγύρτες, τους είχαν και τούτους μαζί τους οι αυλικοί, και δεν τους είτανε μικρή βοήθεια. Από τους λόγους πάλε που είχε ο Χρυσόστομος κηρυγμένους στην Αντιόχεια μαθαίνουμε άλλα.
Έχοντας όμως και την ευλάβεια εκείνη που ξέρουμε, πολεμούσε μαζί με τα καινούρια πολιτικά του σκαρώματα να θεμελιώση και καινούρια θρησκεία. Μια και πετύχαινε τα δυο του αυτά όνειρα, όλα θα πήγαιναν ειρηνικά και λαμπρά.
Αυτά λοιπόν όλα σαν ήρωας τα πολεμούσε ο ασκητικός ο Χρυσόστομος με τη φοβερή του ρητορική. Κι όχι μονάχα από τον άμπωνα τα πολεμούσε, όχι μονάχα γύριζε άγριες ματιές κατά την Αυτοκρατόρισσα, όταν είχε τίποτις να της ψεγαδιάση, μόνο πήγαινε κι ατός του κ' έβρισκε τις μεγάλες κυρίες και τους τα διάβαζε στα σπιτικά τους.
Κι' αφτός, σαν πάντα, μ' όργητα φουρτούνας πολεμούσε. 40 Κι' όπως στη μέση κυνηγών και σκύλωνε λιοντάρι, ή χοίρος άγριος, απ' αντριά περήφανα γυρίζει, και κύκλο κάνουνε σφιχτό οι κυνηγοί και στέκουν αγνάντια, κι' όλο κονταριές συχνά πυκνά τινάζουν, μα του θεριού η γερή καρδιά δεν του δειλιάει δε τρέμει, 45 μα η τόση του όμως αφοβιά το χαντακώνει τέλος· έτσι κι' εκείνος τρέχοντας μες στο σωρό γυρνούσε 49 κι' όλο τους φίλους ξόρκιζε τον τάφρο να διαβούνε. 50 Μα δεν κοτούσαν τ' άλογα, μον στέκανε άκρη άκρη στα χείλια και χλεμέντριζαν, τι το πλατύ χαντάκι τα φόβιζε, σα δύσκολο ναν το πηδήσουν πέρα η να διαβούν· γιατί γκρεμοί τού σκούφωναν τον όχτο απ' άκρη ως άκρη, κι' είτανε παλούκια απάνου απάνου 55 αραδιασμένα μυτερά, που στήσανε οι Αργίτες — πυκνά μεγάλα — διαφεντιά από γιουρούσια Τρώων.
Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα. — Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ, όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια.
Και ματωμένο τούπεσε στη γης το χέρι χάμου, κι' αφτόν τον πήρε ο θάνατος κι' η άπονή του η μοίρα. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στη φωτιά της μάχης· μα το Διομήδη ανάμεσα σε πιους να πολεμούσε 85 δεν τόξερες, στων Αχαιών τη μέση για των Τρώων.
Είταν οι κάτοικοι της ανακατωσιά χριστιανική κι ασιατική· παραλυσίες και πολυτέλειες από τη μια, ορθοδοξία και χριστιανισμός από την άλλη. Πότε ιπποδρόμια και θέατρα, πότε θρησκευτικές ακολουθίες κι ολονυχτίες. Ίσια ίσια τα δυο στοιχεία που πολεμούσε ο Βασιλέας. Έτυχε να πλακώση και πείνα. Η Αντιόχεια ζητούσε τα συνηθισμένα της καλοφάγια, κι αυτός πάσκιζε να τους σωπάση με μονάχα ψωμί.
Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντί με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που είταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας είταν, κ' ένας μας έμεινε. Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω. Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ' αυτί του να του πούμε δυο λόγια.
— Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν