Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Δώδεκα χρόνια μάγευε την Ανατολή με τις ομιλίες του ο Χρυσόστομος, ως τα 387, χρόνο δύσεχτο καθώς ξέρουμε για την Αντιόχεια. Και μήτε τότες δεν έπαψε, παρά όσο ο γέρος ο Φλαβιανός πολεμούσε να μαλακώση το Θεοδόσιο και να προλάβη τον ξολοθρεμό της δύσμοιρης Αντιόχειας, άλλο τόσο αγωνίζουνταν κι ο Χρυσόστομος να παρηγορή το λαό και να τον αρματώνη με πίστη κ' ελπίδα.
Τη φτώχια, που πολεμούσε μαζί της αδιάκοπα, κατώρθωσε να την κρατή πάντα μακριά. Ένας εχτρός υπήρχε μόνο, που μαζί του δεν μπορούσε να μετρηθή, κι αυτός ο εχτρός είταν ο θάνατος. Κ' ίσως να μην είτανε η μικρότερη ευτυχία του ανθρώπου αυτού το πως δε φοβήθηκε ποτέ σοβαρά, πως ο θάνατος μπορούσε να βρη είτε αυτόν τον ίδιο είτε τους αγαπημένους του.
Φεύγει από τη Νικομήδεια και σέρνει βορειοδυτικά να βρη τον πατέρα του. Τον ανταμώνει και τον ακολουθάει ως τη Βρεταννία. Πρωτεύουσά του είχε ο Κωστάντιος στη Βρεταννία τη Γυόρκη. Από κει πολεμούσε τους Πίχτους, εκεί τέλος απέθανε και στα 306.
Ο κόσμος όλος, από τον Παπά και κάτω, με ψεύτικα σκαρώματα πολεμούσε να τον καταπείση πως έλαμπε ακόμα ολόστεκη η τιμή του, που αυτός την ήξερε βουτημένη στην κοπριά. Κάθισε στο τραπέζι, έκαμε πως έφαγε, έκαμε πως ήπιε, να περάσ' η βραδιά.
Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.
Είπε ακόμα μια φορά τόνομα του Σβεν, σα να ήθελε να πη πως τον βλέπει, πως πηγαίνει σ' αυτόν. Μα έπειτα σωριάστηκε. Και μεις καθόμαστε κει χωρίς πνοή, περιμένοντας αχόρταστα ένα σημάδι πως δε μας άφησε ακόμα, πως δε μας έφυγε ακόμα. Τότε άνοιξε το αριστερό της μάτι, σαν το Σβεν μια φορά, και το βλέμμα της γύρεψε το δικό μου. Έσκυψα απάνω της κ' είδα πως πολεμούσε να μιλήση.
Πανεπιστήμιο όμως που κι αυτό δίδασκε μόνο φιλοσοφία και σοφιστική. Έβγαζε δηλαδή Στοϊκούς, Περιπατητικούς, Πλατωνικούς κ' Επικούρειους ο ένας του ο κλάδος, ο φιλοσοφικός· ρητόρους, πολιτικούς και φυσικό μαθηματικούς ο άλλος, ο σοφιστικός. Πολεμούσε μ' άλλους λόγους το Κατάστημα εκείνο να γλυτώση τον τόπο από την ελεεινή αγυρτεία που τονέ σάπιζε τότες.
Και μήπως δεν έφτανε τόσο μόνο; Εγώ που την αγαπούσα, που την ήθελα όλη για μένα, πώς να μείνω, πώς να χαρώ μισή την εφτυχία μαζί της; Και δεν τόβλεπα πως το νόμιζε χρέος της να με πάρη; πως η καρδιά της πολεμούσε και πονούσε; Η καλή μου, η καημένη μου η Μοιρίτα! Δεν έφταιγε εκείνη. Έτσι το είχε φέρει η τύχη.
Τότε ο σκλάβος που βάδιζε μπροστά γύρισε κατά πίσω και τράβηξε το σπαθί του. Η Βραγγίνα γύρισε προς τον άλλο δούλο ζητώντας βοήθεια. Κρατούσε κι' αυτός γυμνό το σπαθί στο χέρι, και είπε: — Κόρη, πρέπει να σε σκοτώσουμε. Η Βραγγίνα έπεσε στα χόρτα και με τα χέρια της πολεμούσε ν' απομακρύνη της αιχμές των σπαθιών.
Νόμιζαν πως ζαλίστηκε, γιατί είταν ήλιος εκεί που πολεμούσε με το κύμα, κ' έλεγαν πως θαμπώθηκε από το φως και δεν έβλεπε, να γλυτώση. Εγώ θαρρώ πως ο θάνατος έχει μια γλύκα μοναδική που τραβά τους βαριοπονεμένους, και πως δεν το βάσταξε του Πάλμου η καρδιά να πη σύρε του Χάρου, όταν έρχουνταν ο Χάρος να τον πάρη στην αγκαλιά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν