United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ζήτημα είναι θαρρώ για επιστημονικούς όρους, δηλαδή γενικό ζήτημα, και πρώτα πρώτα πρέπει ναφήσουμε ήσυχο τον επίσκοπο , γιατί δεν είδα να τον είπε και κανένας αλλιώς παρά επίσκοπο , άμα θέλησε για επίσκοπο να μιλήση. Την περηφάνεια και τη θεοφάνεια δεν τις πείραξε κανένας· λοιπόν ας τις αφήσουμε και δάφτες.

Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής να χαίρεσαι· της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια όταν την είδε λαμπροστολισμένη σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν αυτά, σου παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ' εκείνα, πουλώ και τη γολέτα μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε κυτάζοντας λαίμαργα τα φανταχτερά ρούχα της.

Θακουστούν από χιλιάδες χιλιάδων ταπεινωμένα σκλαβόπουλα, που θα γείνη η ταπεινωσύνη τους περηφάνεια, κι ο φόβος τους θάρρος, και θα τρέξουν από τα λησμονημένα τα νησιά τους ν' αποσώσουν της Μπόμπας το θάμα. Άγιε μου Πατέρα, Σου είπα την ταπεινή μου τη γνώμη, το τι μπορεί ν' ακολουθήση αν λυσσάξουν οι λύκοι.

Ο Αγαθούλης, επειδή είχε υπηρετήσει στο βουλγαρικό στρατό, έκαμε τα βουλγαρικά γυμνάσια μπροστά στο στρατηγό του μικρού στρατού με τόση χάρη, σβελτωσύνη, δεξιότητα, περηφάνεια και λυγεράδα, που του δώσανε να διευθύνη ένα σώμα πεζικού. Να τονε λοιπόν αξιωματικό!

Ήταν ένα πολύ ωραίο παλληκάρι, με γεμάτο πρόσωπο, πολύ λευκό, πλούσιο σε χρώματα, με τα φρύδια καμαρωτά, το μάτι ζωηρό, το αυτί ρόδινο, τα χείλη κόκκινα, το ύφος περήφανο, αλλά μια περηφάνεια ούτε ισπανική ούτε ιησουιτική. Ξαναδώσανε τα όπλα στον Αγαθούλη και στον Κακαμπό πού τους τάχανε πάρει, καθώς και τα δυό ανδαλούσια άλογα.

Ησυχία, γαλήνη με περεχύνει. Γίνουμαι σαν τους ολύμπιους θεούς. Δεν το λέω για μένα μόνο, και δίχως περηφάνεια το λέω· το λέω για όλους μας εμάς που γράφουμε τη γλώσσα του λαού και χτίζουμε στην Ελλάδα την εθνική φιλολογία. Έχουμε ολύμπια δώματα σαν τους θεούς. Αιώνια παλάτια. Μάρμαρο η κάθε λέξη. Τη γράφω κι ανατριχιάζω — Ό τι πω, είναι για τους αιώνες. Ρωμαίικα να γράψω, λειτουργώ.

Ένας ψηλός ανθυπολοχαγός του πεζικού, με το χρυσό του κορδονάκι μαυρισμένο στο καπέλλο, την πρασινισμένη στολή του, τη σακαράκα του, το στριμμένο του μουστάκι, και την πολλή του περηφάνεια. Ο ηγούμενος, οι καλόγεροι όλοι, ζύγωσαν, τον χαιρέτησαν, και του είπαν την κλεψιά.

Εκεί όμως που βρήκε χαζίρικο θρόνο ο Τούρκος και μπήκε και καλοκάθισε και μας έκαμε κατοικία του, μέσα στα μυστικά τα βάθια της καρδιάς που θησαυρίζει ο άνθρωπος την εθνική την περηφάνεια και τη «λησμονιά του εγώμέσα σε κείνα τα βάθια μήτε φύση μήτε πίστη δεν μπόρεσε να μπη και να διώξη τη βυζαντινή την αδιαφορία και την ταπείνωση· κ' έτσι πηγαίνουν οι Πολίτες το μαύρο τους το δρόμο, από χρόνο σε χρόνο, από αιώνα σ' αιώνα.

Μπορεί να τονε στέλνει μια μέρα με καμάρι και με περηφάνεια εκεί που ποτίζεται η γης από αίμα, και φυτρώνουν έθνη. Ένα κακό, που άλλες δασκάλισσες από τις μαννάδες ο τόπος δεν έχει! Βρήκανε μια στα παλιά τα χρόνια οι καλοί χωριανοί. Από την Ελλάδα τη φέρανε. Μελπομένη τη λέγανε. Χίλιες μόδες έφερε μαζί της, ξελάγιασε τα κορίτσια, χάλασε και την ομορφιά τους.

Ήταν η κυρά Πανώρια κι ο γιος της ο Δημητράκης. Ήταν ιδρωμένος κ' είχε τα πόδια πληγωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν κ' η μάννα του. Η φορεσιά της ήταν καθαρή μα ξεσκλιάρικη. Τα παπούτσια της μισά και τρύπια. Αίμα έτρεχε από τα πόδια της κι από τα μάτια της δάκρυα. Εβάδιζε όμως ορθά και μεγαλόπρεπα δίπλα στο γιο της, σα να ήθελε να δείξη και στη συφορά της την αρχοντιά και την περηφάνεια της.