United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως πότε συλλογισμένο ; Ωραία που είν' η ζωή! Ως πότε ακίνητο σαν Αγιορείτης στον όρθρο; Ως πότε θα ζητάς το μεγάλο νόημα; — Η ρίζες σου δεν είνε βαθειές, τρελλή μου λεύκα, είπε το κυπαρίσσι, πρόσεξε, πρόσεξε. — Ωραία πούν' η ζωή! Η ρίζες μου ας μην είνε βαθειές, μα όποια στιγμή κι' αν πεθάνω, θα μπορώ να πω: έζησα.

Ξαναμπήκε στο σπίτι και είδε τη Νοέμι να ορθώνεται μπροστά του σαν μια ακίνητη, μαύρη σκιά, απτή. «Έφις, τα άκουσα όλα. Έφις, μην σου περνάει από το μυαλό ότι θα μας πεθάνεις κι εμάς. Ο Τζατσίντο δεν πρέπει να ξαναμπεί σ’ αυτό εδώ το σπίτι.» Ο Έφις κρατούσε ακόμη το γιασεμί στο χέρι και το λουλουδάκι τρεμούλιασε μες στο σκοτάδι, σαν να ένοιωσε το ίδιο πόνο. «Να σας πεθάνω… εγώ!

Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από τον τοίχο, που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της, κι' αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε: — Μη βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς!.. Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε: — Καλά ψυχή μ'! Καλά χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα πεθάνω.

Ολόκληρος τρέμων επλησίασα ψηλαφητί προς τον τοίχον, αποφασισμένος να πεθάνω εκεί, παρά ν' αντιμετωπίσω το τρομερόν πηγάδι, το οποίον η φαντασία μου επολλαπλασίαζε και έθετεν εις διάφορα σημεία του μπουντρουμιού μου.

Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραμματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρωνται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνησε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κ' η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κ' οι δυο τους.

Κι' έπεσε αχώντας, κι' ο γερός παινέφτηκε Δυσσέας «Ω Σώκε, γιε του μαχητή κι' αλογολάτη Απάσου, 450 δε γλύτωσες, μον πρόκανε ο χάρος και σε πήρε. Πας, δόλιε, και τα μάτια σου δε θα σ' τα κλείσει εσένα η μάννα κι' ο γερο-γονιός, μον όρνια σαρκοφάγα θα σε ξεσκίσουν, γύρω σου χτυπώντας τις φτερούγες· μα εγώ αν πεθάνω, οι Δαναοί νεκρό θα με στολίσουν455

Η Κυνεγόνδη πέθανε χωρίς άλλο! Δε μου μένει παρά να πεθάνω. Αχ πόσο θάτανε καλύτερα νάμενα στον παράδεισο του Ελδοράδο παρά να γυρίσω σ' αυτήν την καταραμένη Ευρώπη. Πόσο έχετε δίκιο, καλέ μου Μαρτίνε! Όλα είναι πλάνη και συφορά!

Ζύγωσε τότε κάτω απ' το ψηλό παράθυρο και είπε με μια φωνή, που πέταξε απ' τα χείλη του σαν τραγούδι, μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. — Μέρες και μήνες περπατώ στο φως και στο σκοτάδι, για να σας βρώ, γλυκά μου μάτια. Πέρασα βουνά και θάλασσες, διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς. Ρίξε τα ξανθά σου τα μαλλιά, αγάπη μου, κάν' τα σκάλα τα μαλλιά σου, νανεβώ και να πεθάνω στα πόδια σου.

Κάθε ώρα μου φαίνεται γεμάτη από την ευτυχία μου. Μου είναι τόσο παράξενο να συλλογίζουμαι τώρα, πως μια φορά όταν είμουνα πολύ νεώτερη, πιθυμούσα να πεθάνω για να πάω στον ουρανό. Τι νόημα είχε αυτό και τι ποθούσα; Μου φαίνεται πως το λησμόνησα, σα να μη στάθηκε ποτέ. Το μόνο, που κάποτε προτήτερα το αιστανόμουνα βαριά, είτανε το πως δε θα ξαναέβλεπα ποτέ τον πεθαμένον πατέρα μου.

ΚΡΕΟΥΣΑ Μας κυνηγάνε, κόρες μου, και να μας σφάξουν θέλουν, γιατί με κατεδίκασεν η ψήφος της Πυθίας και τώρα θα με πιάσουνε. ΧΟΡΟΣ Ξέρω τη συμφορά σου, και ξέρω ακόμα, δύστυχη, ποια τύχη σε προσμένει. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ, που να φύγω; Πρόφθασα με τόση δυσκολία να βγω από το σπίτι μου, μην τύχη και πεθάνω, και έφθασα εδώ κρυφά, φεύγοντας τους εχθρούς μου. ΧΟΡΟΣ Πειο άλλο καταφύγιο απ' το βωμό υπάρχει;