United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί ένα μόνο, τόνομα, φέρνει ντροπή στους δούλους• μα σαν ο δούλος είν' καλός, από τους ελευθέρους δεν είνε πειο χειρότερος. ΧΟΡΟΣ Κυρά μου αγαπημένη, θέλω τη συφορά κ' εγώ να μοιρασθώ μαζύ σου, κ' ή να πεθάνω, ή κ' εγώ να ζήσω ευτυχισμένη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ναι, μα τους θεούς! όταν εγώ πεθάνω δίκη με ποιόν θα κάνω; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αλλά γιατί, Σωκράτη μου; σου λέω ναι! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μα συ ξεχάνεις το ταχύ ό,τι κι' αν μάθης• λέγε μου, τι σούχα μάθη στην αρχή; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τώρα θα ιδώ . . . για στάσου . . . Εκείνο που ζυμώνουνε ταλεύρι πώς το λένε; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Δεν πας λοιπόν να χάνεσαι, γεροξεμωραμένε και ξεχασιάρη; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συφορά!

Καμμιά δεκαριά νομάτοι απ' έξω από τον καφενέ, άλλοι τραβώντας τον ναργιλέ τους κι' άλλοι σκυμμένοι στα τάβλια και στα χαρτιά, κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν νάλεγαν: «Σωστά τα λέει ο Μπαρμπα-Νικόλας, μα τι βγαίνει; Έτσι τάφερε η τύχη» Ο Μπαρμπα-Νικόλας δεν τα σήκωνε τα παράξενα. «Μωρέ θα σκούζω όσο που να πεθάνω», έλεγε. Ύστερα και με το δίκηο του. Ήταν καμένος και ζεματισμένος.

« Πάτε και σεις, κ' η πίστι σας, » Μουρτάριδες, χαθήτε, » Διάκος εγώ γεννήθηκα, » Και Διάκος θα πεθάνω. » Δε θέλω τη θρησκεία σας, » Και τα φλωριά τα χάνω » Πέντ' έξ ημέραις τη ζωή, » Αν θέλετε, μ' αφήτε.» « Λυσσάζουν από το θυμό » Οι σκύλοι. Με περνούνε «'Σ ένα ελάτινο σουβλί, » Ολόρθονε με σταίνουν, » Φωτιά με ξύλ' ανάφτουνε, » Καιτη φωτιά με ψένουν «'Σάν το κριάρι.

Ούτε μπορούσες βέβαια να πης, πως δεν τιμούσα τα γηρατειά σου και γι' αυτό μ' άφησες να πεθάνω γιατί εγώ σου έδειχνα τον σεβασμό, που πρέπει να δείχνωμε στους γέροντας, και όμως ιδέτε τώρα κ' οι δυο πως μου πληρώσατε αυτόν τον σεβασμό μου. Βεβαίως δεν θα μπορούσες πια άλλα παιδιά να κάμης, να σε γηροκομήσουνε και όταν θάλθη η ώρα, το σώμα σου να εκθέσουνε και με τιμή να θάψουν.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ας διαθέση την περιουσία του όπως θέλη, αρκεί να μη διαθέση την καρδιά μου. Βλέπεις, Τουανέττα, τι εκβιαστικά σχέδια τον κάνουν να καταστρώνη. Μη μ' εγκαταλείψης, σε παρακαλώ, στην απελπισία που βρίσκομαι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Εγώ να σας εγκαταλείψω; καλύτερα έχω να πεθάνω.

Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ' ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ' έχω κοντά μου, τώρα, που σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες. Και οι πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην ήτανε ποτέ!

Και αποτεινόμενος προς τον κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει: — Ούτε με 20 δεν βγαίνω! — Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς, περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε. — Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω. — 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς.

Και πρόστεσε: — Αν όμως πεθάνω μια μέρα, πήγαινε στον κομμό του Σβεν. Απάνω απάνω εκεί θα βρης ένα γράμμα. Μα δεν πρέπει να το διαβάσης προτήτερα. Γιατί ξέρω πως σε λίγο θα πεθάνω κι όταν πεθάνω, θα πεθάνω το ίδιο σαν το Σβεν. Πόσες φορές την άκουσα να μιλή τέτοια λόγια και πόσες φορές δε με κάμανε τα λόγια αυτά νανατριχιάσω ως το κόκκαλο!

Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω. Κρατάτε με κι' απόστασα. . . Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα.