Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Μα όσο παράξενα κι αν μου φαίνουνται όλα τώρα, τώρα που πιστεύω πως έχω την εξήγησή τους, τόσο απλά και φυσικά ήρθαν τότε και δεν μπορούσα ούτε να υποψιαστώ όλη τη σημασία εκείνων που μας συνέβηκαν. Είχαμε δυο παιδιά ως τότε κ' είχε δοκιμάσει όλες τις συγκίνησες της μητρικής χαράς, που δεν τις λησμονά ποτέ ένας άντρας, που αγαπά τη γυναίκα του.

Κι ο ίδιος ήτο καλόφωνος, κέψαλλε στην εκκλησία από βιβλίο με παράξενα σημεία, και τους καλόφωνους μαθητές διάλεξε κιάρχισε και δίδασκε την παρασημαντική και τους τέσσερους ήχους. Έτσι το χωριό γέμισε από παβουγά κιαναγνωστάκια, διότι σόλους τους μαθητευόμενους ψάλτες η κοινή γνώμη του χωριού έδωκε αυτόν τον τίτλον. Αλλά κιο αρχιμαντρίτης έμεινε μόνο δυο χρόνια.

Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σαν σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο. Μα τόμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξη την καταφρόνια, που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέση ο νους της πως μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήση.

Μα ένα καινούργιο φύτρολέει το παραμύθιέσκασε ένα δειλινό και πρόβαλε ανάμεσα από τη μαλακή χλόη. Ήταν μια μικρούλα λεύκα που δεν έμοιαζε με τις άλλες. Και όταν μεγάλωσε κ' εψήλωσε, μονάχη της ξεχωριστή σ' ένα ψήλωμα της ρεματιάς, οι άλλες λεύκες και τα σπάρτα και οι καλαμιές και τα χαμολούλουδα την κύτταξαν παράξενα.

Πολύ ευχαρίστως, αλλά, σε παρακαλώ, άλλην φοράν, ω Σώκρατες, διότι τώρα βιάζομαι να υπάγω κάπου, και είνε καιρός να πηγαίνω. Σωκράτης. Τι παράξενα κάμνεις, φίλε μου.

Δος μου την σάκκα σου, είνε ενωρίς ακόμη, θα κάμωμεν μαζί ένα περίπατον. — Τι χαρά! Έστρεφε συχνά η Ανθούλα και εθαύμαζε την Νεράιδα, ήτο τόσον ωραία! Και πόσον ελαφρά περιπατούσε, μόλις ημπορούσε να την ακολουθή η Ανθούλα. Την έφερεν εις κήπους με άνθη παράξενα, με οπωρικά όλων των ειδών· με ανθισμένα κλαδιά της έπλεξε κούνιες.

Είχε μακριά χρυσά μαλλιά και για να θυμούμαστε το κοριτσάκι, που δεν ήρθε, η μαμά τα σγούραινε, ώστε να κρεμούνε σε μακριά δαχτυλίδια γύρω στο μικρό προσωπάκι με το απαλό δέρμα και τα παράξενα αγγελικά μάτια.

Από ένα παράξενα γλυμμένο κιβώτιο, που η μητέρα του η Θέτις το είχε φέρει στο πλοίο του, ο αρχηγός των Μυρμιδόνων βγάζει τη μυστική κύλικα, που ανθρώπου χείλη ποτέ δεν την είχαν αγγίξει, και την καθαρίζει με θειάφι και με κρύο νερό την δροσίζει και πλένοντας τα χέρια του γεμίζει το γυαλισμένο της κοίλωμα με μαύρο κρασί και ραντίζει τη γη με το πηκτό αίμα του σταφυλιού προς τιμήν Εκείνου, που εις τη Δωδώνη προφήτες με γυμνά πόδια προσκυνούσαν, και προσεύχεται σ' Αυτόν, μη ξέροντας ότι του κάκου προσεύχεται κι ότι από τα χέρια δυο ιπποτών της Τροίας, του Ευφόρβου, του γυιού του Πανθέως, που τα τσουλούφια του με χρυσάφι ήταν θηλυκωμένα, και του γυιού του Πριάμου του λεοντόκαρδου, ο Πάτροκλος, των φίλων του ο φίλτατος, θα εύρισκε το μοιραίο τέλος.

Η προτητερινή ομιλία μας και κείνο, που έβλεπα τώρα, σμίξανε τόσο παράξενα και γίναν ένα στα αίστημά μου και θυμήθηκα τα λόγια που γίνανε αφορμή της σύντομης ομιλίας μας. Πολλή ώρα καθισμένος εκεί συλλογιζόμουνα εκείνο που ήθελα να πω.

Είχε ακούσει πολλά παράξενα στη ζωή του. Έπιασε πάλι την άκρη της μύτης του και την τραβούσε να την κατεβάση στο στόμα, κυττάζοντας το πέλαγο. Όλη τη νύχτα κι' όλη την ημέρα το κρατήσανε τραβέρσο με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα. Η τρούμπα δούλευε αδιάκοπα. Ο καπετάνιος δε ματαφάνηκε στην κουβέρτα. Κάπουκάπου τα βογγητά του έφθαναν ως απάνω. Πονούσε δυνατά.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν