Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Χτυπώντας τις γλώσσες τους και σκουπίζοντας τα χείλια τους με τανάστροφο χέρι, βγήκαν όλοι απ’ το μαγαζί και πήραν πάλι το δρόμο: τα βήματά τους ολωνών τώρα είχανε γίνει πεταχτά,, αλαφρά, σα φτερωμένα από μιαν κρυφή χαρά αλάκερου του είναι τους.

Έτσι λοιπόν θα κάνουμε κ' εμείς καλό στη χώρα απ' αύριο, η τόλμη μας αν πάη κατ' ευχή, και πάρουμε στα χέρια μας του τόπου την αρχή• γιατί, καθώς τον φτιάνουμε αυτόν τον τόπο πειά, ούτε πανιά τον παν εμπρός, μα ούτε και κουπιά! Η’ ΓΥΝΗ Μα το γυναικοπάζαρο πώς θα μπορέση πάλι και ρήτορες να βγάλη! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Και στης γυναίκες ρήτορες μπορεί κανείς να βρίσκη.

Χριστούγεννα αύριο ξημερόνουν, μαθές. — Δεν σου τόπα; διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αποτεινόμενος κρυφίως προς την Κρατήραν. Καμμιά ζημιά θ' άκαμε πάλι ο Κομποδήμος.

Λοιπόν μια μέρα, στο κυνήγι, καθώς ο Βασιλέας ακούγοντας το θόρυβο των κυνηγών και των λαγωνικών, κρατούσε το άλογο του στη μέση ενός ωργωμένου χωραφιού, πήγαν κοντά του καλπάζοντας και οι τρεις: «Βασιληά, άκουσέ μας. Είχες καταδικάσει τη Βασίλισσα χωρίς δίκη, κ' ήταν άδικο. Σήμερα την αθώωσες πάλι χωρίς δίκη.

Ακολούθησε βήμα βήμα τη γυναίκα, έβγαλε τον σκούφο για να τοποθετήσει με δύναμη το κομμάτι το ξύλο κάτω από την πόρτα και περίμενε πάλι με υπομονή να επιστρέψει η ντόνα Έστερ στο πηγάδι για νερό. «Δώστε, δώστε σ’ εμένα», είπε παίρνοντάς της τον κουβά από το χέρι και ενώ ανέβαζε το νερό κοίταζε μέσα στο πηγάδι, για να μην κοιτάζει κατά πρόσωπο την κυρά του, επειδή ντρεπόταν να της ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσε. «Ντόνα Έστερ, δεν βλέπω πια τα δεμάτια με τα καλάμια.

Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξη την αξιοθρήνητη θέσι μας, να γελάση με τον φόβο μας· και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξι. Ο «Σωτήρας» όμως πάντα εμάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές: — Μωρ' αδέρφια πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε! σωτηρία! πνιγόμαστε, σωτηρία! .... Εβουλώσαμε πάλι το στόμα· εκρατήσαμε τον ανασασμό.

Η κυρά του όμως γελούσε πάλι κι εκείνος εξοργίστηκε παρά τη θέλησή του. «Πού είναι το αστείο; Μήπως δεν είναι δυστυχισμένος ο ντον Πρέντου; Μέχρις ότου τον λυπηθείτε, ντόνα Νοέμι…. Κι όμως, είναι καλός

Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξη, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέση μέσα και να πνιγή, μα κι αν πέση, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο.

Μονάχα ο γέρος ο Θεός, σαν έσκυβε και τους καμάρωνε απ' τα ουράνια, μετανοούσε που είχε χωρίσει μια ψυχή σε δυο κομμάτια και πάλι θαύμαζε το θάμα του στης ομορφιάς και της καλοσύνης το ξαναταίριασμα. Ο Πέτρος κ' η Μαρία είχανε μια ψυχή. Κ' η ψυχή τους είχ' ένα φως. Και το φως των ουρανών έμπαινε και πλημμύριζε τα δυο κορμιά τους από ένα παράθυρο.

Πλέρωσαν τότες βαρύ πρόστιμο οι Βυζαντινοί, μα σε δυο χρόνους μέσα πήραν απάνω τους πάλι και καλοπερνούσαν. Την εσωτερική τους ιστορία τους καιρούς αυτούς δεν την πολυγνωρίζουμε. Όσο για τη θρησκεία τους, οι μεγαλήτεροί τους Θεοί είταν ο Ποσειδώνας κ' η Άρτεμη, αυτοί δα που τους έφερναν και τα πλούτη τους. Αξιοσημείωτα είναι και τα παλιά χαραχτηριστικά τους.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν