Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Αν τον κοίταζα, έβαζε το δάχτυλο στο στόμα κ' έλεγε «Σστμε μιαν έκφραση στο πρόσωπο, που έδειχνε πως γνώριζε τη δύναμή της και ταυτόχρονα τόσο αθώα, ώστε άφινα την πέννα χωρίς να θέλω. Αν όμως δεν τον κοίταζα, τότε ερχότανε σιγά σιγά στο τραπέζι κ' έστεκε κοντά μου. Μπορούσε να στέκη πολλή ώρα υπομονετικά εκεί· κι όταν είχα τη δύναμη να κάνω πως δεν τον ένοιωσα, έφευγε πάλι τόσο σιγά όπως ήρθε.

Γιατί αν δεν επρόσταζεν ακόμη ο Φοίβος την πόλιν να εξαγνίσωμεν από το κρίμα, πάλι κακό θε νά ’τανε, αφού κ’ εχάθη μεσ’ στους ανθρώπους ο άριστος των Θηβαίων ο άναξ, ν’ αφήσωμε ανεκδίκητον τον σκοτωμό του.

ΓΥΝΑΙΚΑ. Τον Καίσαρα η λέπρα καταριέται να τον φάη! ΓΥΝΑΙΚΑ. Και στη λάσπη σαν γουρούνι να κυλιέται. Γρηά Ασπρομαλλούσα, γυρισμένη πάνω στο ραβδί της. Τη νύκτα ονειρεύτηκα ενύπνιο γιομάτο φρίκη. . . Το βδέλυγμα της ερημώσεως 'πάνω από τη Θεσσαλονίκη τα σουβλερά του νύχια πάλι γράπωσε. Το θύμα ο Αντίχριστος βρήκε για να χορτάση την ερημικιά του δίψα.

Τα πανηγύρια έμοιαζαν μεταξύ τους: τα σημαντικότερα γίνονταν τη άνοιξη και το φθινόπωρο γύρω από ξωκλήσια, επάνω στα βουνά, στα οροπέδια, στο χείλος κοιλάδων. Τότε, τα μέρη που ήταν έρημα όλο το χρόνο, τα ακαλλιέργητα χωράφια και τα ρουμάνια, σαν να άνθιζαν πάλι, σαν να συνέβαινε ένα ξέσπασμα ζωής και χαράς.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει, και, αν ήσαν όλατων θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο, τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα. αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. 150 και μη γυρίζηςτους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη• και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη».

Και βρίσκοντας τονέ μαλακώτερο κατά καλή τύχη, έχοντας και τη βοήθεια των άλλων που αναφέραμε παραπάνω, τονέ μετάπεισε και φιλιώθηκε πάλι με την Αντιόχεια, Ξαναπόχτησαν τότες οι πλούσιοι τα υπάρχοντά τους κ' οι φτωχοί την ησυχία τους, και γλύτωσε η Αντιόχεια από μεγάλη καταστροφή. Κι αυτά ως τόσο δεν είναι τίποτις ομπρός στα πολύ φοβερώτερα που έπαθε η Θεσσαλονίκη τρία χρόνια κατόπι .

Παύλο, του είπε πάλι, μια νύκτα, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι απ' το βουνό, δώσε μου την καρδιά σου, όλη σου την καρδιά, να την έχω μοναχή μου και κανένας άλλος στον κόσμο. Ο Παύλος την κύτταξε γλυκά. — Η καρδιά μου, Παυλίνα, ήτανε το πρώτο χάρισμα που σούκανα. Και πάλι μου τη ζητάς; Η Παυλίνα τον κύτταξε στα μάτια και του είπε: — Ορκίσου μου πως είναι δική μου. Ο Παύλος της ωρκίστηκε.

Αρέθουσα, σ' αφήνω 'γειά, κι αφήνω 'γειά, ποτάμια». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

Πλην τέλος λέγω: «Τι ζητείς » Μεςτο βαθύ σκοτάδι; « Μανούλα μου, το μνήμα του » Αφίνει ο πεθαμένος;» » — Κι' όμως εγώ για σένανε, » Για σένανε, παιδί μου, » Αυτή την ώρα, τέκνο μου, » Τ' αφήκα. — » Η φωνή μου Και πάλι τότ' εσβύσθηκε, Μένω βουβός, σκιαγμένος.

Πάμ' εδώ κοντά στον τοίχο, πούνε και σκιά κομμάτι, κύτταξε με το 'να μάτι και χωρίς πολύ ν' αργής, σάξου πάλι σαν γυναίκα, όπως ήσουν πριν να βγης. Αλλά να κ' η Στρατηγίνα από εκεί κοντοζυγώνει. Κάνε γρήγορα και βγάλε τα μαλλιά απ' το σαγόνι. Να και τούτες ήσαν έτσι, με φορέματ' ανδρικά, μα τ' αλλάξανε το σχήμα και γίνηκαν θηλυκά.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν