Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Φορές φορές, ύστερα από τη βουή που εκύλαε σπορίζοντας το κάθε κύμα, ενιώθαμε να τραντάζη ολόβολο το σπίτι κάτου από τα πόδια μας. Απάνουθε πάλι ο Ταΰγετος εκατέβαζε κύματα τ' ανεμόχολο. Ετάραζαν τα γιαλιά στα παράθυρα. Εκουφοσφύριζε ο άνεμος στα κλαδιά της μεγάλης μουριάς. Εβογκούσε κ' εγύρεβε να ξεριζώση τις τζαμόπορτες της μπασιάς.
Ωστόσο σας ευχαριστούμε διά τους καλούς σας κόπους· πορευθήτε τώρα να ησυχάσετε· θα 'σθε απόψε σύνδειπνοί μας. Καλώς ήλθετε πάλι 'ς την πατρίδα!
Τότε ο κύκλος των γυναικών ξανάνοιξε, έγινε πάλι μια σειρά, προχώρησε να συναντήσει τον ξένο, όπως στα παιδικά παιχνίδια, τον περικύκλωσε, τον πήρε και τον έκλεισε μέσα του.
« Μ' είδαν...Χαλνούν ταις τάξεις των » Φεύγουνε σκορπισμένοι. » Και 'ς ένα λόφο κλείσθηκαν, » Κ' εκείθε 'ξεφαντώνουν. » Αρχίζει πάλι η σφαγή. » Η σπάθαις μας σκοτώνουν » Χίλιους τρακόσιους, οι λοιποί »'Βρέθηκαν 'σκλαβωμένοι.»
Κλει τη λειτουργία πάλι, και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους κάνει, την πιριάλλην Κυριακή. Έρχεται κ' η πιριάλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγαίνει ο Παπάς, και τους ρωτάει το ίδιο πάλι· να βρέξη ή να μη βρέξη; Κείνοι τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι να βρέξη, άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό.
Όταν όμως καθόμουνα στο τραίνο και γύριζα στη Στοκχόλμη για ναρθώ πάλι από κει στο σπίτι μου, με κυρίεψε τόση αγωνία, που δεν μπορούσα να τη νικήσω. Λίγο πρι να φύγω, είχα μιλήσει στο τηλέφωνο με τη γυναίκα μου. Άκουσα από μακριά τη φωνή της να τρέμη από χαρά: Ο Σβεν πηγαίνει καλήτερα! Κάθησε στο κρεββάτι και γέλασε και φλυάρησε.
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι· του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305 υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία· και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι. ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310 δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε. ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».
Και γιατί μαθές να μου πη η στρίγλα εκείνη η γύφτισσα πως θα ταφήσω τακριβό μου το σπιτικό και θα μισέψω στα ξένα, μα πως θα μεταγυρίσω, λέει, πάλε στον τόπο μου, και θάρθω, με πρωτοτάξιδο καράβι που θάχη σύννεφα για πανιά! Κι άξαφνα σα να βούρκωσε η καημένη κ' έκαμνε να φύγη, μα κοντοστάθηκε πάλι και ξαναγύρισε, και μου λέει πως σε καλά χέρια θα πέσω και να μην πολυνοιάζουμαι!
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με, αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».
Μαζί του εγώ πια σε βουλή δε συντροφιάζω ή μάχη· τι μ' έβλαψε με γέλασε, και πια με λόγια πάλι 375 δε με τσακώνει — σώνει του — μον ήσυχος ας βγάζει τα μάτια του, γιατί το νου τού πήρε ο γιος του Κρόνου. Τα δώρα του εγώ τα κλωτσάω και σα σκουπίδια τάχω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν