Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Αγαπητέ μου Ερνέστε, κι αν κ' ένα κομμάτι ακόμα κριτικής της Τέχνης δεν διασώζονταν ίσαμ' εμάς από την εποχή των Ελλήνων ή των Ελληνιστών, πάλι θα ήταν όχι λιγώτερον αληθινό πως οι Έλληνες ήταν έθνος τεχνοκριτών κι ότι αυτοί εφεύραν την κριτική της Τέχνης, όπως εφεύραν την κριτική κάθε άλλου πράγματος.
Μερικές αγάπες πλέκονται έτσι από τιποτένιες αιτίες. Ίσως πάλι γιατί οι νύκτες εκείνου του καλοκαιριού ήτανε δροσερές και διάφανες, κοντά στακρογιάλι, κ' οι αστροφεγγιές χύνανε παράξενα μάγια στην ωραίαν εξοχή. Ίσως πάλι να την είχε μεθύσει κάποια βραδυά, ύστερ' απ' την κολοκαιρινή βροχούλα, η μυρωδιά της γης και του θερισμένου γρασιδιού.
Κατέβαινα κάτω στο γιαλό, κάτω στη μοναξιά, για να φωνάζω τόνομά σου, για να πιστέβω πως είσαι κοντά μου, για να ξέρω πως υπάρχεις. Σ' ό τι νησί κι αν είμουν, είχα πάντα βία να φύγω. Γρήγορα γρήγορα να πάω! Ίσως στάλλο το νησί καλήτερα θα είναι· ίσως θα κάμω καλήτερη δουλειά. Πήγαινα και πάλι έλεγα τα ίδια κ' ήθελα πάλε να τρέξω αμέσως αλλού.
ΠΛΩΡ. Κάτω το μεγάλο κατάρτι· σφικτά. Κάτω· παρακάτω μαζώξτε όλα τα πανιά, αφήστε μοναχά το μεγάλο. Πανούκλα στα φωνατά τους! τόσο δεν βροντάει ο καιρός, ούτε αυτό μας το έργο. Πάλι πίσω; τι κάνετ' εδώ; θα τ' αφήσουμε γι' απελπισμένο; και θα πνιγούμε; σας αρέσει να βουλήσουμε; ΣΕΒΑΣΤ. Φάουσα στο λάρυγγά σου. άπονο σκυλί, φωνάρα και βλάσφημε! ΠΛΩΡ. Δουλεύτε σεις, κάνε.
Χασονούσης θυμώνει εκείνος δίνει του μια μπάτσα και στραβώνει τη σαγώνα του. Και ρίχνεται πάλι στο κρασί ο γέρος· ρίχνονται τα δυο παιδιά· ρίχνεται και ο ανεψιός για να ξεχάση τον πόνο του. Ρούφα — ρούφα τ' αδειάζουν τα βαγένια. Αδειάζουν τα βαγένια, τυλώνουν τα στομάχια τους, σκοτίζουν τον νου τους. Αρχίζουν τα τραγούδια· πιάνουν τον χορό.
Έ! ύστερα απ' αυτά, τι ήθελε; να της κάμω όταν μας παρουσιάστηκε στο τραπέζι; Να μη τη μαλώσω;... Προχτές πάλι είχε μαδήσει όλα τα λουλούδια του κήπου και άλλ' απ' αυτά είχε χώσει στα μαλλιά της, άλλα είχε φορτώσει — ξέρω γω πώς το κατάφερε; — στ' αυτιά της, σ' όλο το πρόσωπό της, άλλα είχε κρεμάσει κοντά κοντά σ' όλο το φόρεμά της. Είτανε μια φρίκη να την έβλεπε κανείς έτσι στολισμένη.
Το παράσερνε ο Δίδαχος, κι ο κόσμος στενοχωριούταν. Ο Κωσταντίνος όμως, να τακούση δεν έστεργε πως ο λόγος καταντούσε κουραστικός, μόνο έλεγε και καλά να πάη εμπρός. Πάλι τον παρακαλούνε να καθίση στο θρόνο, και τότες γυρίζει και τους ρωτάει θυμωμένα πώς γίνεται να διδάσκεται ο θείος ο λόγος κι αυτός να κάθεται ραχατεύοντας.
Κρατούσε ένα σκοινί στα χέρι και στο σκοινί είτανε δεμένο ένα ξύλο, που έμοιαζε με βάρκα. Ο Σβεν την έσερνε στο ακρογιάλι, τη φόρτωνε πετραδάκια και την τραβούσε πάλι. — Ακούς; είπε η Έλσα. Και για νακούσουμε καλήτερα, πλησιάσαμε σιγά σιγά χωρίς να μας δη ο μικρός. Είτανε καθισμένος ακούνητος, άφησε τη βαρκούλα να σέρνεται απάνω κάτω στα κύματα και με σιγανή φωνή τραγουδούσε μόνος του.
Γι' αυτό παράγγειλα και μου έκαμαν ένα άλλο, απαράλλακτο σαν το πρώτο, με γιακά και πέττο, και πάλι το ίδιο κίτρινο γελέκο και πανταλόνι. Δεν έχει όμως καθ' όλα το αυτό αποτέλεσμα. Δεν ηξεύρω — Νομίζω ότι με τον καιρόν θα μου γείνη και αυτό αγαπητότερο. 12 Σεπτεμβρίου. Είχεν αναχωρήσει για μερικές ημέρες, για να πάρη τον Αλβέρτον.
Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη: — Πράσινο φανάρι! — Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του. Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν: — Πράσινο φανάρι! Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν