Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215 «α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη! δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη, αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου. ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα, αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220 μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα• και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώντας 'ς τον αέρα. αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».
Ούτε πάλι φτάνει να είναι οι φορεσιές αρχαιολογικώς ακριβείς, ταιριαστές και ωραιόχρωμες· πρέπει επίσης στη σκηνή απάνω συνολικά να υπάρχη ομορφιά χρώματος· εφόσον το βάθος των σκηνών χρωματίζεται από έναν καλλιτέχνη και του προσκηνίου οι ζωγραφιές σχεδιάζονται ανεξάρτητα απ' άλλον, είναι κίνδυνος να λείψη η αρμονία από τη σκηνογραφία, παρμένη σαν μια εικόνα.
Τάχα τι λόγο έχει κ' έρχεται η άνοιξι στη γη και πρασινίζουν οι κάμποι και λουλουδίζουν τα δέντρα και μεστώνουν οι καρποί και γίνονται τα ξερά χλωρά και τα ψώφια ξαναζούν; Ποια θέλει ανταμοιβή από τη γη, από τους ανθρώπους, τα δέντρα και τα ζωντανά; Καμμία. Έρχεται και περνά· έτσι ήρθε και θα περάση τόρα και ο Μάγος. Άρχισε να μαυλίζει τα φουσάτα για να τα κλείση πάλι στην κασσέλα.
Τους είπανε φιλήδονους και καλοπαθιασμένους, μα όχι κι ακαμάτηδες, αν κ' οι ταβέρνες τους πάντα γεμάτες. Τους άρεζε, φαίνεται, και το καλοφάει. Μια φορά, λέει, οι στρατιώτες τους αρνηθήκανε να πολεμήσουνε σε πολιορκία απάνω, επειδή δεν τους έφερναν τραπεζαρίες εκεί που πολεμούσαν. Σα φάνηκε ο Φίλιππος κι ο Αλέξαντρος, χάθηκε πάλι η λευτεριά τους. Είναι αλήθεια πως το Φίλιππο τον καταπόνεσαν.
Έσβυσ' εκείνη η φλόγα της. Πλην μες 'ς τα σωθικά της Καίει μια άσβεστη φωτιά, Που καρτερεί μια 'μέρα Ν' ανοίξη μια τρυπούλα της, Να πάρη 'λίγο αέρα, Να βγάλη φλόγα τρομερή Και πάλι η φωτιά της. Πόσαις φοραίς απ' ταις 'ψηλαίς Του γέρου Πίνδου ράχαις Αγνάντεψα την καταχνιά Μακρυά, 'ς την Άγια Μαύρα, Και είπα ότι άναψε Και πάλ' εκείνη η λάβρα, Κ' είπα πως πάλι άναψαν Του Έλληνος η μάχαις! . . .
Ο μικρός Σβεν δεν έπαιζε πολύ μ' άλλα παιδιά και δεν του άρεσε να μένη πολύ μαζί τους. Γύριζε πάλι στη μαμά, σα να είταν αυτό το φυσικότερο πράμα του κόσμου. Και δεν τον έμελε αν έκοβε το παιγνίδι στη μέση και τάλλα παιδιά θυμώνανε. Μόλις έβλεπε τη μαμά, έτρεχε σ' αυτή, της έπιανε το χέρι και πήγαινε κοντά της.
Αχ, ήξερα πως με αγαπούσες, το ήξερα από αυτό το πρώτ' αντίκρυσμα του γλυκού σου βλέμματος, από την πρώτη πίεση του χεριού σου· αλλ' όμως όταν πάλι ήμουν μακριά σου, όταν έβλεπα τον Αλβέρτο στο πλευρό σου, έπεφτα πάλι στη θλίψη και στον πυρετό της αμφιβολίας.
Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε. — Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης κουρούνα με τις γρίνιες σου. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο κατάστρωμα.
Της Νέας Ρώμης η «Σύγκλητος» άλλη δουλειά δεν είχε παρά να δικάζη «Συγκλητικούς» κάποτες, να διορίζη πολιτική υπαλληλία, και να εγκρίνη Βασιλικά Διατάγματα. Οι Πραιτωριανοί πάλι, η Βασιλική δηλαδή φρουρά, από εφτά χιλιάδες πεζούρα και καβάλλα που είταν άλλοτες, απόμειναν ως χίλιοι πεντακόσοι.
— Μας πήρανε τα νερά, καπετάνιο. Ένα μπόι νερό. Γκουπ και γκουπ το σκαμπανέβασμα, μας σακάτεψε. Και στάθηκε χωρίς να πη άλλο λόγο. Ο Καπετάν-Μοναχάκης συλλογίστηκε. — Φλώκο παιδί μου, έλα στο τιμόνι να σκαντσάρης τον τιμονιέρη. Εγώ θα κατεβώ να ιδώ τι γίνεται, κι' ας ετοιμάσουν την τρούμπα. Προχώρησε με κόπο. Οι πόνοι τον έσφαζαν. Κομματιασμένος σε δυο. Σε λίγο ήρθε πάλι απάνω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν