United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού έστειλε τον Άριελ να του φέρη εκεί τον υιο του βασιλέα, με τον τρόπον, που ο ίδιος του δείχνει, ο Πρόσπερος θα ενεργήση με αισθητικό μέσον εις την ψυχή της θυγατρός του, και κράζει μπροστά της τον Κάλιμπαν, — τον οποίον αυτή αποφεύγει, επειδή εγνώρισε εις αυτόν ενωμένη την ηθική ασχημάδα με τη σωματική, — όπως τόσο προθυμότερα και διψασμένα ορμήσουν η καρδιά και τα μάτια της ν' αναπαυθούν εις την καλή μορφή και εις την ευγενική ψυχή του νέου, που θα προβάλη σιμά της. — Με τούτη την αφορμή, ο ποιητής ξεσκεπάζει τη σχέση του Πρόσπερου με τον Κάλιμπαν, εις την οποία φανερώνεται πάλι ποίος είναι ο Πρόσπερος· αγκαλά θυσιασμένος από την κακία των ανθρώπων, εφύλαξε ακέραιο εις την ψυχή του ένα ακλόνητο θάρρος εις το Καλό, και εις τάγριο τέρας, που απάντησε εις το έρημο νησί, εσεβάσθηκε το ίχνος της ανθρώπινης μορφής, κ' έλπισε, και με άκραν υπομονή επάσχισε να ημερώση την ψύχη του και να τον καταστήση όμοιόν του· αλλά το τέκνο της κακόπαικτης στρίγλας και του δαίμονος είναι ύλη, η οποία δεν υποφέρει το πνεύμα, που πολεμάει να την υποτάξη εις την ζωηφόρον ενέργειάν του.

Μια γροθιά δεν μπορεί να δώση. Ένα πράμα έμαθε μοναχά, πως «Αρχή Σοφίας φόβος Κυρίου». Δηλαδή ξέρει πως εδώ υπονοείται το «εστί». Αυτό ξέρει, κι αυτό όχι πάντα. Ας ταφήσουμε όμως αυτά τα λυπητερά για την ώρα, κι ας γυρίσουμε πάλι στην ιστορία μας.

Κάτι μου εψιθύρισε πειστικά κ' επίσημα, πως το καράβι εκείνο δεν ήταν φίλος όχι· ήταν εχθρός αδιάφορος. Και τόσο εστοίχειωσε η δυσπιστία στην ψυχή μου, που ενώ οι σύντροφοι άφησαν πάλι την τρόμπα, εγώ τίποτα. — Ρε Καληώρα, δεν την παραιτάς πια την έρμη! γυρίζει και μου λέγει ο καπετάνιος· να το πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα; — Δεν πειράζει· είπα εγώ.

Τάχα την είχε αποσυχαθή τόσο πολύ, τάχα την εχθρευότανε από μέσα του, τάχα τούχανε σφυρίξει τίποτε σταυτιά; Μα πάλι, γιατί, όταν τον χτυπήσανε, γύρευε και καλά να τον φέρουν αμέσως, στη στιγμή, στο σπίτι του; Ήθελε τώρα η Ασημίνα την αγάπη του και της έκανε κακό να συλλογίζεται πως φεύγει απ' τον κόσμο ο άντρας της μ' ένα παράπονο και πως την καταριέται ίσως, χαροπαλεύοντας, η ψυχή του.

Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου λέω . . . — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής. Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . . και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . . κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!

Του επέρασε λοιπόν η ιδέαηκούσθη μία φήμηότι ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχε παράδες και δεν τους εμαρτυρούσε, Ταύτα σκεπτόμενος και έχων αυτήν την πεποίθησιν, ημέρας τινάς μετά το τρίτον κάκιωμα απέστειλε την θείαν του την Σταματίτσαν, την μόνην συγγενή του εις το χωρίον. — Τι πάθατε πάλι; ερωτά την Μιλάχρω μετά προσποιήσεως η Θεια- Σταματίτσα. — Δε μας κλαις, Χριστιανή μ! απήντησεν η Μιλάχρω.

Βαθειά εκράτησε σιγή• και όλα τα ποτήρια πάλι ξαναγεμίσανε από κρασί της Βίβλου• στην ίδια εκείνη τη στιγμή κατέβηκε στο χώμα μια συντροφιά περιστεριών, που άφοβα φωλιάζουν εις του Λοξία το ναό• μόλις τα περιστέρια εδοκιμάσαν το κρασί, καθίζοντας στα χείλια του ποτηριού, το ρούφηξεν ο φτερωτός λαιμός τους: αλλά δεν πάθαν τίποτε απ' το κρασί που ήπιαν• μα εκείνο, που εκάθισε στου νέου το ποτήρι και ρούφηξεν απ' το πιοτό, το φτερωτό κορμί του ταράχθηκε, σπαρτάρισε, και άρχισε να βγάζη τρελλές και θλιβερές κραυγές• οι σύνδειπνοι απορούνε γι' αυτούς τους πόνους του πουλιού, μα εκείνο σπαρταράει, τα πόδια τα κοκκινωπά ανοίγει και πεθαίνει.

Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο.

Δεν είναι και πάλι άδικο; Ποτέ δεν εδικαιολογήθη, και οι Βαρώνοι του τόπου σου σας κατηγορούν και τους δυο. Συμβούλεψέ τη καλλίτερα να ζητήση μόνη της την κρίσι του Θεού. Τι θα της στοιχίση, μια κ' είναι αθώα, να ορκισθή στα οστά των Αγίων ότι δεν έσφαλε ποτέ της. Ή να πιάση ένα σίδερο κοκκινισμένο στη φωτιά; Έτσι το θέλει το έθιμο.

ΑΠΟΛΛΩΝ Αλλά κι' αν πέθαινε γρηά πάλι θα τηνε θάψουν μ' ακόμη περισσότεραις τιμαίς.... ΘΑΝΑΤΟΣ Ας είναι• βλέπω πως τώρα με τους δυνατούς πηγαίνεις και συ, Φοίβε. ΑΠΟΛΛΩΝ Τι είπες; Δεν το ήξερα πώς τον σοφό μας κάνεις. ΘΑΝΑΤΟΣ Όσοι πεθαίνουν γέροντες κάτι, θαρρώ, κερδίζουν. ΑΠΟΛΛΩΝ Ώστε το απεφάσισες; Τη χάρι δεν μου κάνεις; ΘΑΝΑΤΟΣ Όχι• Τον χαρακτήρα μου καλά τονε γνωρίζεις.