Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Τον Τιτυόν, γόνον της Γης της δοξασμένης, είδα, οπού 'ς το χώμα εκείτονταν κ' εσκέπαζ' εννηά πλέθρα• δυο γύπαις τον παράστεκαν, του σχίζαν και του τρώγαν το σκώτι, και τα χέρια του δεν τους απομακραίναν• ότ' είχε σύρει την Λητώ, σεπτήν φίλην του Δία, 580 προς την Πυθώνα ως διάβαινε την πάντερπνη Πανόπη.
ου γαρ έγωγέ τί φημι τέλος χαριέστερον είναι, ή ότ' αν ευφροσύνη μεν έχη κατά δήμον άπαντα, παρά δε πλήθωσι τράπεζαι σίτου και κρειών, μέθυ δ' εκ κρητήρος αφύσσων οινοχόος φορέησι και εγχείη δεπάεσσι. Έπειτα δε ως να μη εθαύμασε ταύτα επαρκώς, προσθέτει διά να εκφράση έτι μάλλον την γνώμην του. τούτο τι μοι κάλλιστον ενί φρεσίν είδεται είναι.
Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώση του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι απάνου 'ς όλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτον 'ς την καρδιά δράκος τούτος και λιοντάρι 'ς τη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλος 'ς το ανάστημά του όλο.
Αυτά πε, και όλοι εσώπαιναν εις το ισκιωμένο δώμα, όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία. και πρώτη ωμίλησε εις αυτούς Αρήτ' η λευκοχέρα• 335 «Φαίακαις, πώς σας φαίνεται του ανθρώπου τούτου τώρα το κάλλος, το ανάστημα, και η ίσιαις μέσα φρέναις; ξένος μου είναι, αλλ' επειδή τιμήν εις όλους φέρει, μη να τον προβοδοτήσετε βιασθήτε, και απ' τα δώρα, 'που τα 'χει ανάγκην ο πτωχός, μην αφαιρείτ', ότ' είναι 340 κτήματα, χάρις 'ς τους θεούς, 'ς τα σπίτια μας περίσσα».
Ότ' ούτε βόδια μου ποτέ, ούτ' άλογα μ' επήραν· Ουδέ 'ς την πολυκάρπιμην, κι' ανδρειοθρέπτραν Φθίαν Καρπούς ποτέ μ' εχάλασαν· γιατ' είναι μεταξύ μας Πολλά κατάσκια βουνά, και θάλασσα βοήστρα. Αλλά ακολουθήσαμεν, αναίσχυντε, μ' εσένα, Να λάβωμεν εκδίκησιν από τους Τρωαδίτας, Για τον Μενέλαν και για σε, να χαίρεσαι, αυθάδη.
Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος. μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε• «Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, 245 αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη 'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· «Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε, ως λέγουν ότ' η γνώσι σου 'ς τον κόσμον είναι η πρώτη, 125 ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση. θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης, ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας».
Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέας 'ς τα πόδια και 'ς τα χέρια με τούτον όμοιος είναι, ότ' οι θνητοί 'ς ταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». 360
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Σ' τον βασιλέα πήγαινε κ' εκ μέρους μου ειπέ του ότ' ήθελα, αν ευκαιρή, να του ειπώ δυο λόγια. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αμέσως. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κέρδος μάταιον, ωφέλεια χαμένη, να έχη τις ό,τι ποθεί, κι' ανήσυχος να μένη. Καλλίτερα να ήμ' εγώ εκείνος οπού 'πάγει, παρά να τον κατέστρεψα κ' η λύπη να με φάγη!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν