Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Άπλωνε κάτω στις κληματαριές, πέρα ως τη βρύση. Σκρόπαε κ' έπαιζε το ζωηρό το φώς, ανάμεσα στα πυκνόφυλλα κλαδιά του πλάτανου της βρύσης απάνω. Εφάνταζε στης νύχτας το βαθύ σκοτάδι, αληθινό στοιχειό της βρύσης ο πλάτανος, παλάτι ονειρεφτό του Δήμαρχου το σπίτι. Κάτω στο σπίτι, που κατάκλειστη από την ημέρα, να μην την ιδή μάτι, θα ξεκινούσε τόρα, σωστή διαδήλωση. Του κόσμου το παιδομάζωμα.

Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είνε πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι' αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα. Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πώφτακεν ώρα οπού τα Γιάννινα ώμιαζαν κοιμητήρι, κι' ας είμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι' ας είμασταν ξύπνηγοι όλοι. Νεκρίλα, μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη.

Κι αγάλι' αγάλια μέσα στο νανούρισμα της καλοκαιριάτικης αστροφωτισμένης νύχτας, οι ψυχές τους ξεχωριστά ανόμοιες η κάθε μια, γέμιζαν από μεθύσι επιθυμίας κι αγάπης.

Ποδοχαλή, φωνές, σούσουρο, σφυριξιές, κακό. Χλαλοή μεγάλη, ανυπομόνια ακράτητη. Πότε να βγη, και πότε να ξεκινήση. Να την ιδούν για πρώτη φορά· να την καμαρώσουν, που μόνο ακουστά είχαν για τέτια πράματα, τα χωριατόπουλα. Όσο αργούσε να φανή να βγη, τόσο άφξαινε και δεν εκρατιώταν η στενοχώρια τους. Ετάραζαν την απαλή σιγαλεριά της νύχτας οι αγριοφωνές τους.

Και ο λοχίας και οι άντρες μπήκαν μέσα στη σκηνή, στη σκηνή που άρχισε να την παραδέρνη ολοένα περισσότερο ο αέρας της ράχης και να την σκεπάζη της νύχτας η πάχνη κι η δροσιά. Γευματίζαμε με σιταρένιο, Καστριώτικο ψωμί, με χιονάτο τυρί του Παρνασσού, και με δροσερούς Σαλωνίτικους ροδίτες, μπροστά στο σανιδένιο μαγαζάκι, αποκάτω απόνα φρετζάτο με μαραμένες φτέρες. Απάνω στο μεσημέρι.

Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό τριαντάφυλλο. Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού γυμνές, η ψυχή μου βαρειά. Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε απόψε στο κοιμητήρι των Batignollesμη μου σβύσετε, παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψαστης ανησυχίες του! Παρίσι, 1909.

Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, τώβγαζε κρυφά-κρυφά απ' τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζη τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. «Από κει θα σας γράψω πάλι.

Ετραβήχτηκε σιγά σιγά από την συντροφιά και μέσα στης νύχτας το σκοτάδι έγεινε άφαντος. Το πρωί ο καλόγερος δεν ήτανε στο Μοναστήρι· επήρε το φτωχικό του δέμα κ' έφυγε· έφυγε γρήγορα, γρήγορα, να μην τον ιδούν, σαν να τον έδιωχταν! Δεν ήθελε ν' αντικρύση πλιο το μασκαρένιο πρόσωπο του υποκριτή.

Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. Γιατί έρχεσαι έτσι μόνος σου οχ το στρατό στα πλοία 385 μέσα στης νύχτας τη θολιά π' όλοι οι θνητοί κοιμάνται; Μη θες να κλέψεις άρματα απ' τα νεκρά κουφάρια, ή μη σε στέλνει ο Έχτορας τα πάντα να ξετάσεις εδώ στα πλοία; Ή τόθελες κι' από δική σου γνώμη

Σε σκιάζουν τ' ανεμόβροχα, σε σκιάζουν η χιονούραις, Γιατί δεν έννοιωσες εσύ 'ςτά σωθικά σου ακόμα Τη φλόγα εκείνη, τη γλυκειά, οπού τη λεν: — αγάπη, Δεν έτυχε ποτές εσύ να περπατάς τη νύχταέρημα μέρη, αδιάβατα, 'ς απόσκια μοναχός σου, Να ιδής της νύχτας της Ξωθιαίς, της ώμορφαις Νεράιδες, Να λούζουνται 'ςτά ρέμματα με ζάρκα τα κορμιά τους, Κι' απ' την πολλήν την ωμορφιά να λάμπη ο τόπος γύρα, Και να μοσχοβολά η ερμιά απ' τη μοσχοβολιά τους.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν