Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Όλοι έβλεπαν μ' απορία τον ξένο και με φόβο παρατηρούσαν για να βρουν κανένα πράμμα, που να μοιάζη με το ίσκιωμα της νύχτας. — Αλλά πάλε μπορεί να μπη ίσκιωμα στην εκκλησιά; Λοιπόν αυτός δεν είναι ίσκιωμα! — Αλλά ποιος νάναι;

Είχαν πη τόσα αδιάφορα πράγματα στο τραπέζι, είχαν αραδιάση τόσα λόγια και τόρα ξεκουράζουνταν μέσα σε μεγάλη σιωπή. Γύρω τους όλο το μεγαλείο και το μάγεμμα της νύχτας, τους μεθούσε και τους συνέπαιρνε από στιγμή σε στιγμή, κ' οι καρδιές τους ανάλυοναν από μεθυστικούς χτύπους, μέσα στην αδιάκοπη αναπνοή του κοιμισμένου γέρου, π' αντηχούσε στο πλάι τους ήσυχη κι ευτυχισμένη.

Μέσ' 'ς το σκοτάδι το βαθύ της νύχτας, του Ομέρη Κινάει απ' το στρατόπεδο τ' αμέτρητο τ' ασκέρι Με μια 'περήφανη χαρά, μ' ένα χρυσό όνειρό τουτο Μεσολόγγι πώς θα 'μπή. Με τον αλαλαγμό του Σμίγονται που κ' οι θλιβεροί καμμιάς καμπάνας ήχοι, Καμπάνας του Μεσολογγιού. Σιμώνει ο οχτρός τα τείχη Άξαφνα, ανέλπιστα, με μιας 'σάν σύγνεφα αστράφτουν Και μέσ' 'ς τα μαύρα χώματα χίλια κουφάρια θάφτουν.

Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω-κόσμο! Κοντεύει να χαράξη! Κοντεύει να βαρέση ο σήμαντρος! Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος. — Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι' αν είναι θα βγη ο παπάς και θα βαρέση το σήμαντρο! Λάκκισε το ίσκιωμα! — Κικιρίκουουουουου!.. Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά.

Κι' έπιασε πρώτα ο γνωστικός το λόγο Πολυδάμας, του Πάνθου ο γιος, τι μόνο αφτός θωρούσε ομπρός και πίσω. 250 Συντρόφοι αφτός κι' ο Έχτορας, μιας νύχτας είταν γέννες· αφτός στους λόγους, μα πολύ νικούσε στ' όπλο ο άλλος. Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Παιδιά, τα μάτια τέσσερα!

Τι ακόμα λίγοι τρέχανε, σα βόδια μες στον κάμπο που πάει λιοντάρι στην καρδιά και τα σκορπάει της νύχτας, όλα, μα η ώρα του η στερνή μονάχα ενός σημαίνει, που με τα δόντια του τ' αρπάει και το λαιμό του σπάζει 175 πρώτα, κι' απέ όλα χάφτει του τα σπλάχνα κι' αίματά του· έτσι τους Τρώες πάντα ο γιος τ' Ατριά τους κυνηγούσε και τον πιο πίσω σκότωνε.

Και σ’ εκείνον, τον κακόμοιρο υπηρέτη, δε μένει παρά να αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής του στο κτηματάκι, ν’ απλώσει την ψάθα του και ν’ αναπαυθεί με τη βοήθεια του Θεού, ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται. Κεφάλαιο δεύτερο Την αυγή έφυγε αφήνοντας πίσω του το αγόρι να φυλάει το κτήμα.

Και κάτι τι σα σκόρπισμα αγάπης μεγάλης, αγάπης τρελλής, σα μυρουδιά από φλογισμένη σάρκα γυναίκας, απλόνουνταν άφθονα στον αέρα της νύχτας, και τεντόνονταν τα ρουθούνια όλων και κολλούσε ο λάρυγγάς τους και ξεροκατάπιναν. Εκεί από ψηλά ένα παράθυρο έτριξε σιγά, σιγά. Ο σκοπός του μπουζουκιού πάντα ο ίδιος, πιο γοργός, πιο μεθυστικός τόρα, χύνουνταν από τα τέλια του.

ΧΟΡΟΣ Κόρη της Δήμητρας! που σε λατρεύουνε σε κάθε οδό, και βασιλεύεις κάτω στης νύχτας και στης μέρας τα φαντάσματα, — ώ Περσεφόνη! οδήγησε γεμάτο το κακοθάνατο ποτήρι τώρα, που στέλν' η πολυσέβαστη κυρά, με της σταλαματιές, που απ' τον κομμένο λαιμό χύθηκαν έξω μια φορά της γήινης Γοργόνας, εις εκείνον που μπαίνει μέσ' στο σπίτι μας,— κανείς στην πόλι να μη βασιλέψη ξένος, παρά οι Ερεχθείδαι οι ευγενείς.

Και μια φαρμακωμένη αυγή μώρχετ' ένας δικός της, Και παίρνει το κοπάδι της και πάει κι' αυτός και φεύγει Ακαρτεράω ακόμα εγώ, ναρθή μια μέρα η κόρη, Για να της πω το ντέρτι μου, τον πόνο της αγάπης. Είπα 'ς τ' αστέρια τ' ουρανού, 'ς της νύχτας το φεγγάρι, 'Στον ήλιο τον χρυσόλαμπρο, 'ςτ' αηδόνια και 'ςτ' αγέρι Να μου την φέρουν μιαν αυγή, και δεν μ' ακούει κανένα.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν