United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι. Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα. Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ' όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο στην εικόνα του Αγίου Νικόλα.

Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ναγοράση τα μπαγιάτικά του λουκούμια. Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάννας!

Και ορθός τόρα έρριξε τα μάτια φλογερά στις σκοτεινές στεριές, σαν προφήτης του Ισραήλ υμνώντας την γη της Επαγγελίας ο υποναύκληρος. Και δεν ήταν όχι ο ναύτης ο ταπεινός. Ήταν ο Ελληνισμός ολόκορμος, με την ακλόνητη πίστι των παραδόσεων και των θρύλων του. Ποτέ δεν την εζήλεψα την τέχνη του σφουγγαρά· ποτέ στη ζωή μου!

Ο άγιος Νικόλαος είνε η τρυφερωτέρα των νησιωτικών εορτών. Δεν υπάρχει σχεδόν οικία εν τη νήσω να μη έχη και ένα ναύτην, και δεν υπάρχει ναύτης να μη ονομάζεται Νικόλαος.

Και όταν πάλιν ο ναύτης ξαγναντίση με το καϊκάκι του από τον κάβον της Γλώσσας, ή από την Ζαγοράν, πρώτα-πρώτα τον Χριστόν θα ίδη, κάτασπρον, θα κάμη τον σταυρόν του και θα πη κι' αυτός: — Χριστέ, βοήθει! Κι' αν είνε και νησιώτης, θα ισάρη επάνω, ς' το πρυμνιό κατάρτι, την σημαία του, θα χαιρετίση την πατρίδα και θα πη κι' αυτός: — Βοήθα με, Χριστέ μου!

Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα — «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε. Ευγήκε στην εξοχή.

Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85 φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου• αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του. πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα, έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90 μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου. και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει, και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95 δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος, 'π' άμετρα βόσκ' η βροντερήτα κύματ' Αμφιτρίτη. ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100 και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο• σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία. τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105 τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση• ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης. αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110

Καμιά. — Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία. — Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε κλασσικοί τεμπέληδες. Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοοςκι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία. Τινάχθηκε λίγο λέγοντας: — Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος.

Μήπως είχε, τουλάχιστον, βοήθειαν από κανένα; Εκ των δύο υιών του, ο νεώτερος, ο Δημήτρης, καλή του ώρα, υπηρετούσεν, ας είχε ζωή, εις το Βασιλικόν Ναυτικόν. Καλά ναυτικά ήθελε μάθει! Ο άλλος, ο Αποστόλης, ο μεγαλείτερος, έλειπε χρόνια εις τους ωκεανούς. «Ούτε γράμμα, ούτε απηλογιά». Προ τριών ετών είχε μάθει ότι ήτο με έν αγγλικόν ατμόπλοιον ναύτης, και ότι περνούσε για Ιταλός.

Η θάλασσα είχε φάγει όλην την γενεάν της. Τον άνδρα της και πέντε τέκνα της. Ο άνδρας της, ο καπετάν Χιόνας, ένας ναύτης κάτασπρος, με κάτασπρα γένεια και κάτασπρα ρούχα, επνίγη με τα δύο τέκνα του, ότε η βρατσερίτσα του σύμψυχος απώλετο, απέξω από την Κύμην, φορτωμένη κρασιά.