United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέφη εις την νήσον του, φέρει τα τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν' αγρυπνήση όλην την νύκτα.

Επείραξεν ο καμαρώτος, απερχόμενος, τον γέρω-Μπούμπαν, συλλογισμένον καθήμενον εκεί, εν τω φαιδρώ κύκλω, αμίλητον, ως μετανοημένον καλόγηρον, γυρισμένον ανάστροφα. — Τον κακό σου, Ζούμπουρα! Εγρύλλισεν ο γέρων ναύτης.

Φλογοστρόβιλοι με στάχτες σκεπάζουν τους δρόμους και τις δημόσιες πλατείες. Τα σπίτια γκρεμίζονται, οι στέγες αναποδογυρίζονται πάνω στα θεμέλια, τα θεμέλια σκορπίζονται. Τριάντα χιλιάδες κάτοικοι κάθε ηλικίας και κάθε γένους πλακωθήκαν κάτου από τα ερείπια. Ο ναύτης έλεγε σφυρίζοντας και βλασφημώντας: — Κάτι θα βγάλουμε δω πέρα.

Ήταν ήσυχος ανθρωπάκος αυτός, φευγάτος από την πατρίδα του, πολιτογραφημένος στην Ελλάδα, από τη δουλειά και την κακοπάθεια αφανισμένος. Είχεν ολόκληρη λυκοφαμελιά στη ράχη του κ' εκαταλάβαινε πως δεν του έμενε καιρός για μαλώματα και καυγάδες. Αλλ' ενώ εδιάβαινε κοντά στον Κώστα τον θερμαστή, εκείνος άπλωσεν επίβουλα την αρίδα του, επεδικλώθηκεν ο ναύτης κ' εκύλισε χάμω σαν ασκί.

ΕΡΜ. Και πώς ξέρεις εσύ Όμηρον, που ήσουν πάντοτε ναύτης και κωπηλάτης; ΧΑΡ. Βλέπω ότι έχεις πολύ κακήν ιδέαν για μας τους ναυτικούς. Αλλ' εγώ, όταν πέθανε ο ποιητής και τον πήρα, τον ήκουα ν' απαγγέλλη πολλά εκ των ποιημάτων του και ενθυμούμαι ακόμη μερικά, μολονότι την ημέραν εκείνην είχαμε τρικυμίαν μεγάλην.

Προσπαθούσε να καταλάβει την αρχή και την αιτία κάθε ομιλίας, και δειχνότανε τόσο ευχαριστημένος σανσύμφωνα με την ιδέα τουτο κατάφερνε. — Έγινα λοιπόν φιλόσοφος; Ρωτήθηκεν ο Ρένας κατεβαίνοντας στο υπόφραγμα. Φιλόσοφος ή ποιητής; Κάποιος ναύτης σκύβοντας από το βάρος ενός σχοινιού τον έσπρωξε λίγο με το φορτίο του, κι' ύστερα τον ρώτησε: — Μα δεν κάνεις καμιά δουλειά συ όλη την ημέρα;

Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος εφέτος δι' εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το Πάσχα· ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του.

.,,, Στο πρωραίο διαμέρισμα του υποφράγματος όπου ήτανε το κουρείο μαζεύονταν όλοι οι χασομέρηδες. Εκ του Γραφείου της επιστασίαςΜέσα κι' έξω από το διάφραγμα του κουρείου ήτανε μαζεμένοι, και μαζευόντανε τακτικά, ένας Κερκυραίος δίοπος γραφέας, ένας κληρωτός φοιτητής της φιλολογίας, ο δίοπος ξυλουργός, ο βοηθός ναύτης του πολιτικού ράφτη, ο αποθηκάριος του οπλονόμου, και μερικοί άλλοι.

Ο καπετάν Φώκας δεν ήθελε να τον τσουρμάρη τελευταία, ούτε οι ναύταις του τον ήθελαν. Μα τι να κάμη; του έλειπεν ένας ναύτης. Το ξέρω, βρε παιδιά μου, έλεγε. Μα να χάσωμε το ναύλο; Και τον ετσουρμάρισε. Έτσι λες εσύ; Να κινδυνέψωμε για τον Αράπη. Α! Πάπα-Δράκο! παιδί μου! παρακαλεί ο καπετάνιος, λοιπόν είπαμε. Ίσα τον Αράπη! Ο Παπα-Δράκος ήτανε έτοιμος.

Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει: — Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο! Και όλοι επαναλαμβάνουν·Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο! Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος: — Ίσα τον Αράπη! — Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!