Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Τον αρχιεπίσκοπο όμως της Αλεξάντρειας, το Θεόφιλο, για κακή μας τύχη δεν τονέ σκότιζε τόση δεισιδαιμονία. Σα να τονέ ζούλευε μάλιστα το Σεράπι, που τούκαμνε ο κόσμος τέτοιες τιμές! Βλέποντας οι Εθνικοί τους άλλους του κατατρεγμούς δεν αργήσανε να υποψιαστούν πως όπου κι αν είναι θα πέση η οργή του κι απάνω στο ναό του Σεράπι.
Ένα πλήθος, όπως δεν το είχε ξαναδεί, γέμιζε την εκκλησία, το χώρο γύρω, το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Μια λιτανεία γύριζε συνέχεια γύρω από το ναό, σαν ερπετό κόκκινο και άσπρο, κίτρινο και μαύρο. Τα λάβαρα ανέμιζαν όμοια με μεγάλες πεταλούδες, και με τη μονότονη ψαλμωδία των προσκυνητών ενώνονταν άσματα της χορωδίας, κουδουνίσματα αλόγων σελωμένων για αγώνες, φωνές χαράς.
Αλλά κ' εκείν' η δύστυχη που μ' έχει γεννημένον, το ίδιο πάλι έπαθε που 'χασε του παιδιού της κάθε χαρά. Και τώρα εγώ το κάνιστρο ετούτο θα πάγω αφιέρωμα εις το θεό ν' αφήσω, να μη γυρεύω πράματα, που ούτ' εγώ δεν θέλω. Εκείνη που με γέννησε, αν ίσως είνε δούλα, χειρότερο είνε να τη βρω, παρά να σιωπήσω. Ώ Φοίβε! αφιέρωμα ταφίνω στο ναό σου.
ΧΟΡΟΣ Ξένε μου, ο Ξούθος είν' ακόμα μέσ' στον ναό• δεν πέρασε τον τόπο αυτόν να βγη• μα στάσου, κρότον άκουσα. . .. η πύλες σαν ν' ανοίγουν κάποιος να βγη. . .. Νά, κύτταξε, που ο αφέντης βγαίνει. ΞΟΥΘΟΣ Χαίρε, παιδί μου• ναν' αυτός πρώτος μου λόγος πρέπει. ΙΩΝ Εγώ χαρούμενος, και συ σοφός, έτσι κ' οι δυο μας ευτυχισμένοι θα' μαστε.
ΞΟΥΘΟΣ Καλά• όσα χρειάζονται να μάθω, τάχω μάθη• πηγαίνω μέσα στο ναό• γιατί, καθώς ακούω, άνοιξε στο ναό μπροστά χρηστήριο κοινό για κάθε ξένο• και 'ς αυτή την ευτυχή τη μέρα, θέλω κ' εγώ του Απόλλωνος το μάντεμα να πάρω. Και συ, γυναίκα, στους βωμούς κοντά, κλωνάρια δάφνης παίρνοντας, παρακάλεσε, για ν' αποχτήσουμε παιδί, ναν' οι χρησμοί καλόμοιροι, που απ' το ναό θα φέρω.
Άφησε τώρα το ναό και τη δουλειά που κάνεις και, όπως ο πατέρας σου ποθεί, εις την Αθήνα έλα να πάμε, γιατί εκεί χαρά σε περιμένει, πλούτος πολύς, και μ' όλ' αυτά το σκήπτρο του γονειού σου Κανείς ποτέ δεν θα σε ειπή πως άνομα εγεννήθης, ούτε φτωχός• μα θα' χης συ κ' ευγένεια και πλούτη.
— Ποιός σου 'φερε στην αγκαλιά, γυναίκα, το παιδί σου; Εις του Λοξία το ναό ποιά χέρια το έχουν φέρη; ΙΩΝ Ήταν αυτό απ' το θεό• Μα από 'δω και πέρα ας ευτυχούμε, δύστυχοι σαν είμαστε ως τώρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου! δίχως δάκρυα δεν σ' έχω γεννημένο• δεν βγήκες απ' τα χέρια μου χωρίς βαρειά να κλάψω• τώρα που παίρνω αναπνοή κοντά στο πρόσωπό σου, την ηδονή επέτυχα, την πειο ευτυχισμένη.
Έπειτα άρχισε να περιγράφει το ναό και τα ανάκτορα του Βασιλιά Σολομώντα. Ο Τσουανατόνι αποκοιμήθηκε κι εκείνος ανιστορούσε ακόμη. Έξω τα καλάμια θρόιζαν τόσο βίαια που έμοιαζε να δίνουν μάχη. Την αυγή, βγαίνοντας από την καλύβα ο Έφις είδε πράγματι εκατοντάδες από αυτά να κρέμονται σπασμένα, με τα μακριά φύλλα τους σκορπισμένα καταγής σαν σπασμένα σπαθιά.
Το γέλοιο της αντηχούσε ακόμη όταν μπήκε στην εκκλησιά. Όταν την άκουσε να γελάη, ο λεπρός έφυγε. Η Βασίλισσα έκανε μερικά βήματα μέσ' το ναό. Έπειτα λύθηκε όλο το κορμί της, κ' έπεσε στα γόνατα, με το πρόσωπο χάμω, και τα χέρια σταυρωμένα. Την ίδια μέρα, ο Τριστάνος αποχαιρέτησε τον Ντινάς, σε τέτοιο χάλι που φαινότανε σα να τα είχε χαμένα, και το καράβι του αρμένισε για τη Βρεττάνη. Αλλοίμονο!
Με την ελπίδα, λοιπόν πως έτσι θα το προλάβουν το κακό, σηκώνουνται στάρματα, επικεφαλής τους ο φιλόσοφος ο Ολύμπιος, κράζοντάς τους να πεθάνουνε διαφεντεύοντας τους αρχαίους βωμούς. Και σα μαζεύτηκαν όλοι πήγαν και κλείστηκαν ίσια ίσια μες στο ναό, κι από κει πότε ρίχνανε σαϊτιές, και πότε ξεχύμιζαν και ζυγώνανε με τους άλλους και τους χτυπούσαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν