United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκαθόνταν αραδαριά στα πεζούλια απόξω, μπρος στη μεγάλη ξώπορτα· άλλες χαρωπές, κι άλλες θλιμένες, κι άλλες πολύλογες γαλιάντρες η γλώσα τους, κι άλλες άφωνες και βουβές, κι ακαρτέραγαν νάβρουν αράδα. Όταν ερχόταν η ώρα τους, άνοιγε την καγκελωτήν ξώπορτα ο Σκοπός. Έμπαιναν από δύο κι από τρεις, κ' έκλεινε πάλι με κρότον η βαριά σιδερόπορτα πίσωθέ τους.

Απομάκρυνε από με τη μάταιη παρηγοριά. Επίβλεψε τους ύπνους μου για να μη τον ονειρευτώ. Σβύσε, Κύριε, της ευτυχίες που είχα στο πλευρό του. Σκότισε μέσα στο πνεύμα μου τα ηλιοβασιλέμματα που κυττάξαμε μαζί μ' εκείνον· μάρανε τη θάλασσα των σπαρτών που μου είχε δείξει· αφάνισε από μπρος μου ό,τι αυτός είχεν αγαπήσειτοπεία, μορφές, πολιτισμούς.

Πάνω στον βράχον ανεβασμένα παιδιά και γυναίκες περιμένουν ν' απολαύσουν το θέαμα του σκοτωμού του Αγίου. Μπρος από τον βράχον ανοίγεται διάπλατος ο δρόμος που φέρνει προς την κάτω πόλι. Κοντά στη βρύσι, ο Άγιος Δημήτριος, κατάλευκα ντυμένος και ωχρός σαν άσπρο κερί. Γύρω απ' τα μάτια του ένας κύκλος μαβύς. Είνε εξηντλημένος. Δύο στρατιώται τον υποβαστάζουν με προσοχή από τους αγκώνες.

Ο Μάρκος παράγγειλε στον Τριστάνο με τους βαρώνους του, ν' απομακρυνθή δίχως αναβολή. Τότε ο Τριστάνος πλησίασε τη Βασίλισσα, να την αποχαιρετίση. Κυττάχτηκαν στα μάτια. Η Βασίλισσα ντράπηκε μπρος στον κόσμο και κοκκίνησε.

Ο Ηλίας, σιωπηλός τώρα, έσκυψε και περίμενε ένα λόγο από τον Αγά. — Παιδί μου, του λέει ο Αγάς, συλλογίσου το πάλι. Συλλογίσου τη μάννα σου, &την κατάρα της μάννας σου&. Τι καλό θα δης ύστερ' από τέτοια κατάρα! Στάχτη θα σε κάμη, και σένα και μας. — Χίλιες κατάρες δεν πιάνουν μπρος στου Προφήτη τη χάρη. Ο Προφήτης το θέλει, το προστάζει, δικός σου να γείνω. Εκείνος είναι που το γκρέμησε το γατί.

Ολότρεμη αυτή, και σαν το πουλί μπρος στη γάτα αποσκιασμένη κι ασάλευτη, μήτε λόγο μήτε γογγητό δεν ξεστόμισε, παρά έπεσε λιγόθυμη στο κατώφλι της θύρας.

Και όταν η βραδυνή σκοτεινιά ετύλιξε το καράβι, — που ταχύτερα τώρα πηδούσε σ' τα κύματα για τη χώρα του Βασιληά Μάρκου, — αιώνια ενωμένοι, αφέθηκαν στον έρωτα! Ο Βασιληάς Μάρκος υπεδέχθη την Ιζόλδη την Ξανθή στην παραλία. Ο Τριστάνος την επήρε από το χέρι και την ωδήγησε μπρος στο Βασιληά. Ο Βασιληάς την πήρε στην κατοχή του πιάνοντάς την κι' αυτός από το χέρι.

Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το σουφρά. Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια. Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας. Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά.

Δυο κρεμαστές λάμπες, η μια στο πάλκο μπρος, η άλλη στη μεσιανή κόρδα της στέγης, έριχταν μισοκοιμισμένες, ανόρεξες το νυσταγμένο φως τους, ασυνήθιστες κι αφτές σε τέτια ξεφαντώματα απονύχτερα. Ανέβαιναν πυκνοί οι καπνοί από τα τσιγάρα γύρω. Ανεβοκατέβαιναν πνιγερότεροι από τις λάμπες τις αξεφτίλιγες. Εζητούσαν άνοιγμα να βρουν και δεν έβρισκαν.

Αμίλητοι όλοι μας, σα να κοβότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου... Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γέρο Βασίλης είτανε τέτοιος ήρωας... Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλικαριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κ' έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του... Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δης.