United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολομόναχο το κοριτσάκι, αλαλιασμένο απ’ το φόβο του θανάτου έστριβε τα χέρια του. . έπειτα πήγε και γονάτισε μπρος στο κρεββάτι και φιλούσε το χέρι της Βεργινίας που κρεμόταν απόξω ; Βεργινία μου ! αγάπη μου Βεργινία! εγώ είμαι, ο Νίκος σου! έτσι της φώναζε, θαρρώντας πως θα την ξυπνούσε η δύναμη του αγαπημένου της ονόματος, γιατί αισθανόταν πως αυτήν και πεθαμένη θα την ξύπναγε εκείνο τόνομα. . . Και ξανασηκώθηκε απάνω και της έσταξ' αιθέρα στο στόμα, καταπώς είδε να κάνη ο Νίκος. . της έρριξε νερά στο πρόσωπο τόσο που την καταμούσκεψε.

Οι γονείς του τον τάξανε στον Θεό για να δυναμώση και να γίνη γερός κι' αντρειωμένος, μα ο Τρισκατάρατος είχε βάλει την ουρά του πριν βάλη ο Θεός το χέρι του. Σιγάσιγά τα πόδια του Γιαννάκη αρχίσανε να λιγύζουν, το κορμάκι του να ζαρώνη και με τον καιρό ένα καρβέλι του φάνηκε αποπίσω του κι' άλλο ένα από μπρος του.

Είδα μπρος μου τα βουνά, που μύριες φορές ήσαν το αντικείμενο των επιθυμιών μου.

Κανείς » Δε μ' απαντάει, δεν κράζει.» « Έπεσα τότε ζωντανός » Στους Τούρκους, και μ' αρπάζουν. » Στη μέση τους με βάλανε » Οι άπιστοι φονιάδες, » Χιλιάδες 'μπρος καιτα πλευρά, » Και πίσω μου χιλιάδες. » Μου λέγουν Τούρκος να γενώ, » Και χρήματα μου τάζουν

Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τηνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψη δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια ρημιά. Τώρα και μπρος η δουλειά μας πρέπει να γίνη σοβαρά και συλλογισμένα, γιατί σοβαρός είναι κι ο σκοπός του μυστικού αυτού ταξιδιού.

« Του Δράκου Γρίβα βλέπω 'μπρός » Τ' ωχρόλευκο κεφάλι· » Με καταριέται το ψυχρό » Ακόμα με τα χείλη. » Το Βελή Γκέγκα έστειλα » Μεςτον Άι-Βασίλι · » Κ' έσφαξε τόσους χριστιανούς » Με τη σκληρή του πάλη.» « Τα δένδρα 'πό την Ήπειρο » Ακόμα μ' ενθυμούνται » Τάπειανα, και ξηραίνονταν «'Σ τα χέρια μου τα φύλλα, » Γιατ' ήταν από αίματα » Βαμμένα. Μια μαυρίλα » Ήμουν του κόσμου.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα. Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο.

Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστάτον κυρ Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια. — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις. — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε, πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.

Τότε η Ιζόλδη υπεκλίθη μπρος σ' τον πατέρα της, και είπε: « Βασιληά, υπάρχει εδώ ένας άνθρωπος, που ισχυρίζεται ότι μπορεί ν' αποδείξη τον αυλάρχη σας ψεύτη και άπιστο.

Γεμάτο τόρα το φεγγάρι έχυνε τους ασημένιους ποταμούς του μες το πέλαγο. Εσπίθιζε μπρος την πλώρη της καμαρωτής βαρκούλας μας, χαριτωμένα έπαιζε μες τα αργυρά ταβλάκια που άφινε πίσω η πρύμη μας. Εφώτιζε, εστεφάνωνε ταιριαστά και τα ψαρά μαλιά ταχτένιστα, τα μαδημένα γένια του Καπτάν- Μιχάλη μας, που ανεμίζονταν στης νύχτας την ανάλαφρη φρεσκάδα.