Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Μπαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση, η καρδιά του χτυπά, η φωνή του πιάνεται· θέλει ν' ανοίξη τους μπερντέδες του κρεββατιού, ζητά να φέρουνε φως. Μη για το Θεό, λέγει η υπηρέτρια, το φως θα τη σκοτώση! Και ξαφνικά κλείνει τους μπερντέδες. — Αγαπημένη μου Κυνεγόνδη, λέγει ο Αγαθούλης κλαίοντας, πώς είστε; Αν δε μπορείτε να με ιδήτε, μιλήστε μου τουλάχιστο. Δε μπορεί να μιλήση, λέγει η υπηρέτρια.

Στάσου φρονιμώτερος, μήπως παραβής το τάμμα πώκαμες. ΦΕΡΔΙΝ. Σε βεβαιώνω, κύριε, ότι το λευκό, ψυχρό, παρθενικό χιόνι πρααίνει τη φλόγα απάνου στην καρδιά μου. ΠΡΟΣΠ. Καλά. Έλα, Άριελ· καλύτερα να περισσέψουν πνεύματα παρά να λείψη ένα· φανερώσου, και ζωντανά. Σιωπή· κυττάζετε· σιγάτε. Ακούεται γλυκεία μουσική. Μπαίνει η ΙΡΙΣ.

Εκεί απάνω, να σου κι ανοίγει η πόρτα, του παλατιού, και μπαίνει μέσα κόσμος πολύς, και φωνάζουν πως πλάκωσε η Μωραϊτιά, και ρίχτουνε σκάλες στους τοίχους τους, να σκαλώσουν και να πηδήξουνε μέσα στη χώρα! Τότες πετιούνται απάνω τα παλικάρια και γυρεύουν το Βασιλιά. Μα Βασιλιάς πουθενά! Φωνάζουν τη Βασίλισσα, λείπει κ' η Βασίλισσα!

Έγινε . . . ΑΝΘΥΠΟΛ. — Ξορκισμένη να είναι, ξορκισμένη. Au revoir. Και όμως καλύτερα θα ήτανε να ξαναγύριζα αμέσως στην Αθήνα. Από τη μεσιανή θύρα μπαίνει ο Μπάρμπ- Αργύρης, αγκωμαχώντας με δυο βαλίτσες στα χέρια. Κάτι μουρμουρίζει μοναχός του, αφίνει τις βαλίτσες στο πάτωμα και σκουπίζει τον ιδρώτα του. Τις έφερες επί τέλους; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤις έφερα, τι να κάνω.

Ο Έφις ακολουθούσε μια σειρά από χωριάτισσες τυλιγμένες στις βαριές τους κάπες και με τον άνεμο να τον χτυπά το στήθος ένοιωθε κάτι καινούργιο, κάτι δυνατό να μπαίνει μες στην καρδιά του. Ο κόσμος περπατούσε θλιμμένος, αλλά ήρεμος, σαν σε λιτανεία, λες και δεν πήγαινε σ’ έναν τόπο γιορτής, αλλά προσευχής.

Λησμονώ· αλλά μέσα εις τούτους τους γλυκούς λογισμούς αλαφραίνουν οι κόποι μου· και, φαίνεταί μου, σχολάζω λησμονώντας. Μπαίνει η ΜΙΡΑΝΤΑ και ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο οποίος μένει εις ένα κάποιο διάστημα. ΜΙΡ. Ωιμένα! τώρα, παρακαλώ σε, μην κοπιάσης τόσο· να τάχε κάψει ταστροπελέκι εκείνα τα γογγύλια, που είσαι προσταγμένος να θιμωνιάσης!

Στον καλόν τον καιρό σα λαλούσες Στον κακόν ημπορείς να χορεύεις. Και της πλάταις γυρίζοντας μπαίνει Μες την τρύπα του ευτύς το Μυρμήγκι. Όσοι τον καιρό ξοδεύουν, Και το μέλον δε μετρούν. Στα χαμένα τον γυρεύουν, Σαν και πρώτα να τον βρουν. Ο καιρός φτερά βαστάει, Φεύγει, τρέχει σα νερό, Κι' όποιος δεν τον κυνηγάει, Δεν του βρίσκει πλιο τορό. Σύναξε νιος όσο ημπορείς, Γέροντας άνεσι να βρης.

Ο Καερδέν είχε ρίξει μια τάβλα, σαν γεφυράκι, από το καράβι του στη στεριά. Πήγε ν' απαντήση τη Βασίλισσα. «Βασίλισσα, αν θέλατε, να μπαίνατε στο καράβι μου να σας έδειχνα τα πλούσια εμπορεύματά μου; — Ευχαρίστως, άρχοντα, απάντησεν η Βασίλισσα. Κατεβαίνει από τ' άλογο, πάει κατ' ευθείαν στη μικρή γέφυρα, την περνάει, μπαίνει στο καράβι. Ο Αντρέ θέλει να την ακολουθήση, και πατάει στην τάβλα.

Με θεράπεψε η προφητεία αυτή. Ο Θεός θα μας γλυτώση. Ένα φύσημα, και θα τους πετάξη όλους στη θάλασσα. Εμείς θα καθούμαστε στα μιντέρια, κι αυτοί θα πετούν και θα φεύγουν. — Ως τόσο τι την έκαμαν τη Λενιώ; ρωτώ άξαφνα. Εκείνη την ώρα, να και μπαίνει ο γερο-Βασίλης.

Ο Άγιος Δημήτριος μπαίνει σαν το φως από την κεντρικήν είσοδο και κρατώντας με τα χέρια παραμερισμένα τα καταπετάσματα. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Λες ψέμματα! Οι Χριστιανοί κανένα δεν φοβούνται άλλον από τον Θεό! Την πίστι δεν αρνούνται του κυρίου Ιησού και την ομολογάν στο φανερό! Ο έπαρχος της Θεσσαλίας!. . . ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Ο Δημήτριος!. . . Δεν μπορώ. . . Κόλπος θα μου κατέβη!..,

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν