Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Σ' εμένα πρέπει μια θηλειά και βούνευρον και κνούτον θέλω να φύγω απ' εδώ, από τον κόσμον τούτον, κι' εις αστρογείτονα βουνά μονάχος να πετώ, 'στάς Άλπεις, 'στά Ουράλια, και 'στόν Λυκαβητό.
Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτου Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτο πεσμένο σαμάρι της.
Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τάσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένεια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, έννοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέμματα.
Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον. — Κατά τον καιρό! Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής. — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως βύσσινον ο μαύρος οίνος.
Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή. Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι.
Κι' η Ήρα τον είδε κι' ένιωσε βουλές πως σκάρωσε μαζί του η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου, κι' εφτύς με λόγια αγγιχτικά να του μιλάει αρχίζει «Με πιόν, μαργιόλε, απ' τους θεούς είχες κουβέντες πάλι; 540 Πάντα αγαπάς, σα βρίσκουμαι μακριά, ν' αποφασίζεις κρυφά από μένα, και ποτές δε βάσταξε η ψυχή σου νάρθεις μονάχος να μου πεις μια λέξη απ' τις δουλιές σου.»
Του παίρνω τότες και τα φουσεκλίκια κ' εκεί που ξεψύχαε γυρίζω και του λέω: «Ε, ωρέ αγά, πάρτα τώρα εσύ και τα ρύζια και τ' άλογα κι άει κατά διαόλου». Και τ' απαριάζω όλα ουδ' εκεί στην ερημιά και κάνω μοναχός μου έτσι για τον κατήφορο γλήγορος. — Και τώρα; — Τώρα να σκωθούμε και να φύγουμε, θα μας γνωρίσουν τ' άλογα και θα λα μας πιάκουν. — Να φύγουμε!
Απεριόριστη κι απόλυτη είν' η ματιά εκείνου που κάθεται ήσυχα και μελετά, που περπατάει μοναχός και ονειροπολεί.
Ο νέος μοναχός εσκέπτετο να κόψη οτέ μεν την κεφαλήν της Ιωάννας, οτέ δε πάσαν μετ’ αυτής σχέσιν. Η φιλαρέσκεια και αι ερωτοτροπίαι της ημετέρας ηρωίδος ε λ ά μ β α ν ο ν κ α θ' ε κ ά- σ τ η ν σ π ο υ δ α ι ό τ ε ρ ο ν χ α ρ α κ τ ή ρ α κατά την φράσιν των εφημεριδογράφων.
Έτσι κανένας μέσα στον ύπνο του ή μέσα στο κατάχνιασμά του ακούει μιαν ιστορία παλαιική και σαν ερθή στον εαυτό του, θαρρεί πως έχει ακουσμένα κάποιο παραμύθι και το χαίρεται μονάχος του και το ξαναλέει και στους άλλους. Έτσι έχω ακουσμένα κ' εγώ τούτο το παραμύθι, ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή. Είναι το Παραμύθι της Βοσκοπούλας με τα Μαργαριτάρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν