United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας έδωκε γάλα, γιαούρτι, χλωρό τυρί· ύστερα σαν εψήθηκαν τ' αρνιά, μας εφίλεψε ένα μεγάλο κομμάτι από παγίδια κι' από πλάτη, κ' εξεφαντώσαμε. Μία φαμίλια απ' την Πλάκα, που κάθισαν εκεί κοντά να ξεφαντώσουν, μας εγνώριζαν· μας έστειλαν ένα φλασκί γεμάτο κρασί, κ' ήπιαμε στην υγειά τους. Περάσαμε πολύ καλά ολημέρα. Το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι μας.

Έπειτα η σκληράδα της προς τον άντρα που δεν έπεσ' επί τέλους και σε κανένα μεγάλο κρίμα, παρά που βρέθηκε σε μια κρισιμώτατη ξαφνική στιγμή, που λυγίζει και τους δυνατούς, πιασμένος μέσα σε κάποια επιτήδεια στημένα βρόχια, αφού μάλιστα δοκίμασε ο άνθρωπος και να αντιοταθή όσο του είτανε βολετό· έπειτα η σκληράδα της προς τον άνδρα που δεν έκαμε παρά ό,τι κάνουν όλοι σχεδόν οι κύριοι, και κοντά σ'αυτούς, όσο και κρυφότερα απ' αυτούς, πόσες γοητευτικές ομόφυλες της Μαρίας!

Έτσι σα βάλτε πια καρδιά στα τάγματά μας όλα, μένουμε οι άλλοι εμείς εδώ και πολεμούμε πάντα, τι πρέπει, κι' έτσι ας είμαστε κατασακατεμένοι· 85 Έχτορα, μόνε σύρε εσύ στη χώρα, και της μάννας πες της σαν πας· τις προεστές ας μάσει κι' ας ανέβει στης Αθηνάς την εκκλησά πας στου καστριού την άκρη, και τ' άγιου χτήριου ανοίγοντας με το κλειδί την πόρτα, όπιο έχει πέπλο πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο 90 και που στον πύργο πιο πολύ το λαχταρά η καρδιά της, αφτό στης σεβαστής θεάς τα γόνατα ας το βάλει, και πες να τάξει δώδεκα γελάδες πως θα σφάξει χρονιάρικες απείραγες στην εκκλησά της μέσα, αν την πατρίδα σπλαχνιστεί τα τέρια τα παιδιά μας, 95 μήπως αλάργα απ' το καστρί βαστάξει το Διομήδη, άγριο στρατιώτη, της σφαγής ατρόμητο τεχνίτη, που στην αντριά ξεπέρασε θαρρώ όλους τους Αργίτες.

Ο Άγιος Θωμάς δε μου φάνηκε κατώτερος της φήμης του. Μεγάλο κιωραίο χωριό με νερά και περιβόλια. Ο θείος μου ήτον πλούσιος και το σπίτι του είχεν όλα ταγαθά. Οι ξαδέρφοι μου ήσαν νέοι μεγάλοι· είχαν και δυο αδερφές μικρότερες. Όλοι μου κάμανε μεγάλες χαρές και δε ξέρανε πως να με ευχαριστήσουν.

Φέρνω εις την μητέρα μου μαλλί πολύ και βαμβάκι, και εις την Βασιλικήν κάστανα, εσυλλογίζετο καθώς επλησίαζεν· ας εύρισκα και τον πατέρα μου με βαρκούλα ιδικήν του! Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου! Ενύκτωνε πλέον, η σελήνη ανέτελλεν εκείνην την στιγμήν επάνω από το βουνό, όταν διά μιας ένα μεγάλο βάρος εις την τσέπην της την έκαμε να σταματήση, χωρίς να θέλη. Ήτο το καρύδι της! Το ενθυμήθη τότε.

Μέσα στη συφοριασμένη του ψυχή φύτρωσε η ελπίδα, όπως στην καψάλα το αγριοβότανο. «Πάλε με τον καιρό στη γενιά μας θα έρθουν» είπε. Δίπλα στο μαρμαρένιο παλάτι των γονιών του, ήταν ένα καλύβι ανήλιαγο και καπνισμένο. Καν για τους υπερέτες καν για τους χοίρους ήταν. Εκεί έκατσε ο Γιάννης ο Ευμορφόπουλος με το μεγάλο του στοχασμό.

Σώνει να παραδεχτούμε πως και τα δυο τα στοιχεία δουλέψαμε για το μεγάλο σκοπό. Σώνει νανιστορούμε πως ο Παύλος, ο μεγάλος εκείνος εξηγητής κ' εφαρμοστής της νέας θρησκείας, και στην Ελληνική γλώσσα δίδασκε, μα και πολίτης Ρωμαίος είτανε.

Σαν περνούσε από το μεγάλο περιβόλι, κοντοστάθηκε και κύτταξε τα ψηλά δένδρα. Τα πόδια του τρέμανε και δεν μπορούσε πια να περπατήση.

Βασίλεψε η Τετραρχία αυτή ως είκοσι χρόνια, και θυμούμαστε από την Εισαγωγή ποιο είταν το μεγάλο κατόρθωμα του Διοκλητιανού.

Έπειτα η Χλόη στο δάσος, αντί για τα βάλτο, κρύβεται· κι ο Δάφνης αφού επήρε το μεγάλο σουραύλι του Φιλητά, έπαιζε λυπητερά σαν ερωτευμένος, παθητικά σαν να την παρακαλούσε, ξαναφωναχτικά σαν να την αναζητούσε. Ως που ο Φιλητάς εθαύμασε και τόνε φιλεί, αφού πετάχθηκε απάνω, και του χαρίζει το σουραύλι άμα τον εφίλησε· κ' ευχήθηκε να τ' αφίση κι' ο Δάφνης σε παρόμοιο κληρονόμο.