United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά κιαπό την αυλή ήρθε της μάνας μου η κατάρα: — Στη ψυχή σου να το βρης το μεγάλο κακό που μούκαμες! Το Βαγγελιό ήτο σε μεγάλη εξασθένηση· μετά δε την παραπάνω σκηνή έπεσε σε τέτοια κρίση, ώστε φάνηκε πως έφτασε το τέλος της. Αρκετές μέρες δε μπόρεσε να σηκωθή από το κρεβάτι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς λοιπόν; για λέγε: τάχα πώς μ' αυτά θα μ' ωφελήσης; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ναι, θα δέρν' όπως εσένα, και τη μάννα μου επίσης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς;!... Τι λες!... τι λες!... να κι' άλλο κακό τούτο πειο μεγάλο! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι λες: αν με τον Ήττονα τον λόγον σε νικήσω, λέγοντας και τη μάννα μου πως πρέπει να χτυπήσω;

Όλοι το εύρισκαν μεγάλον και άνοστον. Ο δε κούρκος, ο οποίος εφαντάζετο ότι είναι μεγάλο υποκείμενον, διότι είχε κόκκινα γένεια, εφούσκωσε και ήνοιξε την ουράν του και ώρμησε προς το πτωχόν παπί, και εφώναξε κλου, κλου, κλου, και έγεινε κατακόκκινη η μούρη του.

Δεν είναι πως δεν έχει τη δύναμη να τα νοιώση και να τα λατρέψη τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος που τους χρειάζεται να ριζώσουνε μέσα του. Είναι που ο νους του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον εγωισμό. Κοίταξε το &Μεγάλο εκείνο το Noυ&. Κοίταξε τι πίστη, την έχει στον εαυτό του! Κοίταξε με τι ενθουσιασμό προσμένει τη δόξα!

Και όμως θέλει και πρέπει να το κρατήση. Είνε μεγάλο κατόρθωμα. Ένας πρόγονος του Ευμορφόπουλου το είπε τόσο δυνατά και τόσο μεγαλόπρεπα σ' ένα του λόγο Επιτάφιο. «Εκείνο που μας άφησαν οι παππούδες μας, είπε, δεν το χάσαμε παρά το μεγαλώσαμε κι όλας». Τι ευτυχισμένοι άνθρωποι αληθινά! Εκείνος που είνε σε θέση να το ειπή κ' εκείνοι που μπορούνε να τ' ακούσουνε χωρίς απιστιά.

Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.

Το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τις χαραμάδες το στενό δωμάτιο που χαμήλωνε στις γωνίες, ήταν όμως αρκετά μεγάλο γι’ αυτόν που ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος σαν έφηβος.

Τότες ακούσθη κ' η βροντή απ' την Αγία Λαύρα, Κ' εφάνηκαν μέσ' 'ςτά βουνά σύγνεφα 'λίγα μαύρα, Κι' απώνα βουνόάλλο Πετούν, πυκνώνουν, γίνονται ένα βαρύ, μεγάλο, Που απ' άκρηάκρη τη βαθειά τη φοβερή μαυρίλα Απλώνειτην Ελληνική τη χώρα. Ανατριχίλα! Επανεστάτησε ο Γκιαούρ!

Ίσως ενθυμείτο την προ ολίγων χρόνων τερπνήν και ευάρεστον και ζηλεμμένην θέσιν του, όταν ήτο γαμβρός ωραίος και περιζήτητος, με μακρυά φούντα, με γλυκά μάτια, με φέσι ψηλό, μεγάλο και κατακόκκινο, που να το φορή στραβά ως το αυτί.

Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω στο μεγάλο πλατύσκαλο από μαύρο μάρμαρο του παλατιού, που ακουμβούσε στο νερό, ολόρθια μια γυναίκα που όσοι την είδαν δεν μπόρεσαν ποτέ να την ξεχάσουν.