United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, αγκαλιάζοντας με το μάτι την «Αθηνά», που σάλευε, γερόντισσα ετοιμοθάνατη, μέσα στη σκιά, σαν να ψυχομαχούσε. — Να πάμε, Μοναχάκη, είπε ο Μελιγκόνης, θα κρυώσης. — Άφησε τους, Μελιγκόνη, να τα πούνε. Άφησε τους να τα πούνε με την «Αθηνά», είπε σιγαλά ο λοστρόμος. Έχουν ανοίξει κουβέντα, μεγάλη κουβέντα. Ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδή ο ένας τον άλλον! Μεγάλη κουβέντα!

Είνε και το μάτι, έλεγε πολλάκις προς τον κυρ-Βαρσαμόν τον παντοπώλην ο πρώην πλοίαρχος, αλλά το παν είνε τόλμη, όσο να τα πάρη κανείς μια φορά. Ούτως ο κυρ-Δημάκης δεν θα ηδύνατο πλέον να ζήση εν τη νήσω, χωρίς να είνε δεκατιστής.

Κ' έπειτα ; — Δεν ξέρω· εψιθύρισε με παραπονεμένη ειλικρίνεια· θαρρώ πως χάνω άδικα τους κόπους μου. Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Αριστόδημος. Τύχαινε καμιά φορά να σηκώνη το παραπέτασμα και να βλέπη με αθόλωτο μάτι τον κόσμο. Και τον έβλεπε όλως διόλου αντίθετον απ' ό,τι τον είχαν ζωγραφίση η πρόληψη κ' η παράδοση της γενιάς του.

Χριστέ και Παναγιά μου! φωνάζουν κ' οι τρεις τους. — Χριστέ και Παναγιά μου! ανασηκώνεται και μεταφωνάζει η μια τους, η παχύτερη, η αψηλότερη, κ' η πιο αθυρόστομη της παρέας. — Τώρα τα νοιώθω τα τόσα και τόσα που πήρε το μάτι μου και σήμερα μαθές που τους είδα πάλι με του ήλιου τανάβλεμμα όξω από το χωριό κατά του Πανάγου τα δέντρα, πρι να κατέβουν οι μαζώχτρες.

Τον πήρε όμως της Αθηνάς το μάτι τον Απόλλο πως το Διομήδη αδίκησε, και τρέχει και του δίνει το καμοτσί, και δύναμη ξαναφυσάει μες στ' άτια. 390 Έπειτα ξέχειλη θυμό τον Έβμηλο προφταίνει και του τσακίζει το ζυγό· κι' όξω τα ζα απ' τη στράτα τα άτια του φέβγουν, και μαζί γλυστράει και πέφτει τ' ατιμόνι.

Ακολουθάν' οι νηοί κ' η νηαίς και βλέπουν και ζηλεύουν, Κ' η ζήλεια βγαίνει απ' την καρδιά κ' ιδρώνει μέσ' 'ς τα μάτια, Και σαν αχτίδα πέτεται απώνα μάτιάλλο Κι' από μιαάλληνε καρδιά, κ' εκεί γεννιέται αγάπη. Κι' όσο που νάρθη άλλ' άνοιξι, κι' όσο να κλείση ο χρόνος Απώνα γάμο δυο και τρεις και τρίδιπλοι φυτρώνουν.

ΓΕΛΩΤ. Ότι αφού τας δοκιμάσης, θα ιδής ότι είναι αχλάδια και αι δύο. Ηξεύρεις να μου 'πής, διατί η μύτη είναι εις την μέσην του προσώπου; ΛΗΡ Όχι. ΓΕΛΩΤ. Διά να έχη κανείς από κάθε μέρος της μύτης και ένα 'μάτι, ώστε ό,τι δεν ημπορεί να μυρισθή να ημπορή να το βλέπη. Την αδίκησα! ΓΕΛΩΤ. Ηξεύρεις πώς κάμνει το στρείδι το καύκαλόν του; ΛΗΡ Όχι. ΓΕΛΩΤ. Ούτ' ηγώ.

Μα δε γύρισα να δω. Πήγαινα μόνο πέρα δώθε κι άκουγα την κρατητή, φοβερή αναπνοή, που φαινότανε σα να έβγαινε από μεγάλον και μου ξέσχιζε την ψυχή. Τότε άκουσα μια κραυγή της γυναικός μου κ' έστριψα εκείθε. Ο Σβεν είχε ανοίξει το μάτι κ' είδε το ρόδο. Κι άπλωσε το χέρι προς το άνθος, το πήρε, σα να ήθελε να δη το ρόδο για τελευταία φορά, μα το άφησε να πέση πάλι στο μαξιλάρι.

Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κ' εβούλιαξαν. — Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνον βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας. — Δεν ειμπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου ο νεώτερος των ναυαγών.

Ήταν ένα πολύ ωραίο παλληκάρι, με γεμάτο πρόσωπο, πολύ λευκό, πλούσιο σε χρώματα, με τα φρύδια καμαρωτά, το μάτι ζωηρό, το αυτί ρόδινο, τα χείλη κόκκινα, το ύφος περήφανο, αλλά μια περηφάνεια ούτε ισπανική ούτε ιησουιτική. Ξαναδώσανε τα όπλα στον Αγαθούλη και στον Κακαμπό πού τους τάχανε πάρει, καθώς και τα δυό ανδαλούσια άλογα.