Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
— Μην ανησυχείτε, κυρία μου, λέγει ο Σβούρος· ο τροχιόδρομος δεν κόβει, διότι ο Βωτύ από οικονομίαν... δεν τον ακονίζει. Είνε ευχάριστος ασχολία να παρατηρή κανείς την έκφρασιν των μορφών, αίτινες ατενίζουν τον τροχιόδρομον διαβαίνοντα από την Γαργαρέταν. Εκείνο το νεαρόν προσωπάκι, που μειδιά και κοκκινίζει συγχρόνως, νομίζεις ότι λέγει με φιλάρεσκον λίγυσμα του τραχήλου: — Πώς ντρέπουμαι!
Τι μες στον κάμπο χύνουνταν σα ρέμα φουσκωμένο, που το χειμώνα αβάσταχτο σαρώνει κάθε αμπόδιο· φράχτης πολύβλαστης φυτιάς το δρόμο δεν του κόβει 90 κι' ούτε γιοφύρια αρμαθιαστά, σαν ξαφνοκατεβάσει τότες που πιάνει η πολυμπριά, κι' απ' το στηθάτο κύμα πολλά χαλιούνται χτήματα καλά νυκοκυραίων· έτσι ο Διομήδης σκόρπιζε τους πυκνωμένους λόχους, μηδέ κανείς του αντίστεκε κιας είταν τόσο πλήθος.
Κ' έτσι την αφίνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πηγαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ' ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορτώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τασκέρι που είταν τώρα σκορπισμένο μπροστά, στα τειχίσματα. — Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσης.
Ξύπνα μονάχα απ το αποκοίμισμά σου, μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς, τρίζε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου, σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς. Ρίχνε ό τι κόβει την ορμή σου, χίμα σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά· κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα ας πέση απ τη γερή σου τη γροθιά.
Ως χίλια περίπου χρόνια πριν από τον Κωσταντίνο ξεκίνησε από τα Μέγαρα στόλος, πέρασε την Προποντίδα, κι άραξε στον Κόρφο που σαν ποτάμι κόβει την Ευρωπαϊκή τη στεριά κατά τα πρόθυρα του Βοσπόρου, τον Κεράτιο, το σημερινό το Κατάστενο. Ως εφτά μίλια πηγαίνει μέσα η γλώσσα εκείνη.
Κοίταξε μάτια μεγάλα και θαμπωμένα, φρύδια πυκνά και μαύρα σα βδέλλες, στόμα συμμαζεμένο κι αποφασιστικό, πρόσωπο χλωμό που δεν το πιάνει μήτε η αναλαμπή της φωτιάς. Σα μάγισσα φαίνεται, με τη μαγουλίκα της και με την κίτρινη την ποδιά. Καβουρντίζει τα κρεατοκόμματα με μια πίκρα στην όψη της, που λες και μαγερεύει φαρμάκι. Κοίταζε τι διαφορά η κοπέλλα που κόβει τα κυδώνια στο πλάγι της.
Άκουσες να τρελλαθή άνθρωπος από αγάπη; Ακουστά τώχα κ' εγώ στα παραμύθια. Όλοι οι άνθρωποι, βλέπεις, ένα πράμμα δεν είνε. Άλλος γεννιέται έτσι κι' άλλος γεννιέται αλλοιώς. Με το ζώδιό του καθένας. Ένας μερακλής και βερεμιάρης, κι' άλλος γλεντζές και καρφί δεν του καίγεται.. — Σωστά τα λες! είπε ο Καπετάν Γιάννης ξερά-ξερά, σκυμμένος απάνω στο μαρκούτσι του. — Έτσι τα κόβει το ξερό μου.
Κάθεται πολλή ώρα εκεί και κάτω από το χινοπωριάτικο φως μιλεί με κάποιον, που δεν τον βλέπει κανείς. Λέει του αμαξά, που στέκει κοντά στο μνήμα, να φύγη κι αυτή σκύβει και μαζεύει στο μαντήλι της χώμα από τον τάφο. Έπειτα βγάζει από μια μικρή τσάντα ένα κομάτι μαύρο μεταξωτό παννί, βελόνα, κλωστή και ψαλλίδι. Κόβει το παννί και ράβει ένα μικρό σακκουλάκι.
Έννοιωσ' ότ' είχε την ευχή ταρματωλού μαζί του Και ξεσυγνέφιασε με μιας η θολερή ψυχή του. Του φάνηκε ολοζώντανος εκεί με τάρματά του Ο γέροντάς του νηστικός ότ' έστεκε σιμά του. Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τη φτέρη ξεφυλλίζει Πέρνει ένα κρίθινο ψωμί 'ς τη μέση το χωρίζει Και τη μια σφήνα από ταις δυο τη δίνει 'ς το κεφάλι Κι' αυτός κρατεί την άλλη.
Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαι;» Μέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν