Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Εδώ και ζωντανός αν είμαι θα κάθουμαι, κι αν πεθάνω θα κοίτουμαι». Δεν μπορέσανε μηδέ τότες οι βάρβαροι να χαλάσουν τη Μητρόπολή του, πλημμύρισαν όμως όλη την άλλη χώρα κι από πλούσια την αφήκαν παντέρημη. Το τέλος του Συνεσίου δεν το γνωρίζουμε, είνε όμως κατιτί να γνωρίζουμε πως έζησε κ' έπραξε τέτοιος Επίσκοπος τότε στα μεσηβρινά μας μέρη, καθώς στα βορεινότερα αναφάνηκε ο Χρυσόστομος.
Είχε τόση δύναμη και το αίστημά της κι αυτή η ίδια όταν έλεγε τα λόγια αυτά, ώστε με σύγχυσε. Άφωνος την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα με το αίστημα πως φιλούσα για πρώτη φορά την αρρεβωνιαστικιά μου. Και γνώριζα μαζί της πως η γις δεν έκρυβε μεγαλήτερη ευδαιμονία. Ο Σβεν βρήκε σύντροφο να παίζη κι αυτό είταν κατιτί σημαντικό στη μικρή ζωή του.
Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδια — αγνά ό,τι εύρει. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια σαν κάτι να ζητή. Τι είχε — τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός — μεγάλος, πλούσιος — φτωχός έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμη κατιτί; ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει.
Εκείνη τη νύχτα μια καλοδέματη γυναίκα συντροφιασμένη από τον τέκτονα τον άντρα της, εστάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά κ' εγέννησεν ένα πεντάμορφο παιδί. Φτωχά ήσαν τα ρούχα της, η όψις της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στο βλέμμα, που έλεγες πως θ' αναστήση και την πέτρα.
Κατιτί από κείνα τα δυνατά και χτυπητά έργα που δε φοβούνται τον καιρό και τους ανθρώπους. Μα τα υποστατικά και τα ζώα, πήρανε με τον καιρό τ' όνομα του νέου αφέντη. Και το επίθετό τους ακόμα έπαθε στον ξεπεσμό. Έγιναν Μορφόπουλοι. Εκείνοι έσκυβαν το κεφάλι, δέχονταν τον κατατρεγμό σα θεϊκή κατάρα.
— Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο. Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγορα — γρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς. — Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.
Στο λόγιό τους απαντούσε με άλλο λόγιο γεμάτο ειρωνεία, όπως τώρα ο Δημητράκης. Για τούτο η μάννα του έμενε πάντα δίβουλη. Κατιτί βαθύτερο από το μητρικό αίστημα την έκανε να τον δικαιώνη. Δεν τολμούσε όμως να συμφωνήση μαζί του. Τρόμος την έπιανε και να το συλλογιστή. — Δεν ξέρω, παιδί μου, έλεγε· μα ο αδερφός σου δεν έχει την ίδια γνώμη. Ο αδερφός σου θέλει να κυττάς τα μαθήματά σου.
Γιατί προτήτερα έπαιζε μόνο με τα μεγαλήτερα αδέρφια. Τώρα ο σύντροφος είτανε μερικούς μήνες μικρότερος από το Σβεν κι είτανε κιόλας κοριτσάκι. Όλα αυτά είτανε κατιτί πολύ νέο και χαριτωμένο και την εποχή αυτή ο Σβεν είχε να μιλή πολλά με τη μαμά. Η μικρή Μάρθα είχε ρθει στην εξοχή με τους γονείς της και στην αρχή κι αυτή κι ο Σβεν κοιταζόντανε μεταξύ τους από μακριά.
— Τι να ειπούμε; μελαγχολικός ερώτησε ο Κώστας Αξιώτης. Τέτοια νυχτιά σαν την αποψινή δεν θέλει παραμύθια· όχι δεν θέλει παραμύθια. Εδώ στον άγριον κόρφο που είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το πικρό μούγκρισμα της Μαύρης θάλασσας, σαβανωμένοι από τον άσπρο θυμό τ' ουρανού ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη που έχουμ' εμείς τόρα.
Είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια, όταν μια μέρα μου είπε ξαφνικά, απροετοίμαστα και χωρίς εξωτερική αφορμή, όπως ερχόντανε πάντα τα δυνατότερα αιστήματά της: — Δεν πρέπει να με κάμης ποτέ να νοιώσω πως κατιτί αναμεταξύ μας γέρασε κ' έγινε συνηθισμένο. Την ημέρα που θα το νοιώσω, θα πεθάνω. Πόσες γυναίκες δεν είπαν το ίδιο και πόσες δε ζήσανε για να γελούν έπειτα με τα λόγια τους!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν