Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Όταν ήθελε να μιλήση βιαστικά, να προστάξη κατιτί, να μαλώση κανένα ή να γλυκομιλήση σε καμιά, οι λέξες του καιρού του πηδούσανε στα χείλη του, ξάστερες και ζωντανές σαν την ανάβρα. Έτσι κ' εκείνη πετιέται μέσ' απ' το τσιμεντολίθαρο που ρίχνει να την θάψη ο αναίσθητος χτίστης. Ο Αριστόδημος επείσμωνε περισσότερο.

Κι όμως αυτά τα μάτια δε μ' αφίναν ήσυχο, βγαίνανε πάντα μπροστά στη φαντασία μου αστραφτερά και μελαγχολικά, κρύβοντας κατιτί λαχταριστό κι ευλαβητικό μαζί. Αν καθρεφτίσανε ποτέ δυο μάτια μια ψυχή, είταν τα δικά της μάτια. Όταν συλλογίζουμαι όλη τη ζωή, που έζησα με τη γυναίκα μου, βρίσκω πως σε όλα τα διαφορετικά της στάδια κανείς άλλος δε με δίδαξε όπως αυτή, να φυλάξω το θρησκευτικό αίστημα.

Ποιος ξέρει με ποιους στοχασμούς έτρεχε κει γύρω ή ποιος ξέρει ακόμα αν το έννοιωθε πως έκανε κατιτί εμποδισμένο; Πήγαινε μιλώντας μόνος κι ο σκύλος τον ακολουθούσε κι όταν έφτασε στην πόρτα του φράχτη και τη βρήκε ανοιχτή, έπρεπε να βγη να ρίξη μια ματιά στον κόσμο, που τονέ μάγευε κει όξω.

Ναι, βέβαια, τι μας μέλλει; είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. Ό,τι χάλασε-χάλασε. Το μέλλον είνε για μας και μεις για κείνο· δεν είν' έτσι Ελπίδα; Την κύτταξε στα μάτια τρυφερά με απεριόριστη αφοσίωση. Άξαφνα της άρπαξε και τα δυο χέρια, τάσφιξε στη χούφτα του σα νάσφιγγε βώλο χρυσάφι. — Να σου ειπώ κατιτί, Ελπίδα; τη ρώτησε κοντοζυγώνοντας.

Έπειτα παίρνει το πρόσωπό της μιαν απελπισμένη έκφραση, σα να ήξερε καλά πως αυτός ο πόθος είναι κατιτί περσότερο παρότι μπορεί να ελπίζη ή να ποθή και το μέτωπό της κάνει μια βαθειά δίπλα ανάμεσα στα μάτια, σα να της προξενούσαν πόνο οι στοχασμοί της. Αιστάνεται πως πρέπει να διαλέξη ανάμεσα θανάτου και ζωής, τουλάχιστο στους πόθους της και δεν το μπορεί.

Κατιτί άλλο μ' απασχολούσε τώρα. Τι μ' έμελε κιόλας την ώρα αυτή αν η γυναίκα μου προσευχότανε στο θεό ή όχι. Τι μ' έμελε αν στοχαζότανε τούτο ή εκείνο. Εκείνα που είπε με χτυπήσαν ίσα στην καρδιά.

Ένοιωσα πως αυτό που είπε, το είπε σοβαρά κ' ήξερα πως η λέξη αιστηματικότητα δεν είχε δω τη θέση της. Μα είδα κιόλας πως περίμενε να της πω κάτι και γω και γι' αυτό της απάντησα: — Δεν πιστεύεις πως κατιτί μπορεί να γεράση και να γίνη συνηθισμένο, χωρίς να χάση τίποτε από τη δύναμη, τη χαρά και την ιερότητά του; Τέντωσε τα μάτια και με κοίταζε, σα να ήθελε να δη στο βάθος της ψυχής μου.

Κάθε γενεά του Ευμορφόπουλου έφερνε στη γενεά του Χαγάνου οξωμάχους για τη γη, δούλους για τα ζωντανά, κορίτσα και αγόρια για τις αισχρές επιθυμίες της. Λίγο λίγο έσβυσε και τ' όνομά τους ακόμα μέσα στο χωριό. Έλεγαν «στου Ευμορφόπουλου το πηγάδι»· «του Ευμορφόπουλου το πήδημα»· το «λιθάρι του Ευμορφόπουλου». Ονόμαζαν έτσι κατιτί σημαντικό των παλιών αφεντάδων.

Όμως ο Σβεν δε φαινότανε να δίνη σημασία σε μαλλώματα και συμβουλές κι όταν έβλεπε τη μητέρα του να πετά από τη χαρά της, που τον ξαναείδε ζωντανό, έμενε τόσο ξαφνισμένος, σα ναπορούσε πως είτανε δυνατό αυτοί οι δυο να στοχάζουνται διαφορετικά για κατιτί σ' αυτόν τον κόσμο. — Δεν είταν κανένας φόβος, έλεγε ο Σβεν. Ο σκύλος είτανε μαζί.

Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο τουείχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν