Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα, έκαμε και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου έδειξεν τι τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον αέρα, το να τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις ό,τι άλλο έκανε χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα με αυτήν πετώντας εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι μου.

Μόνον τότε σταματάει τον νου, τρομάζει τη συνείδησι και την κάνει να σκεφθή, πως βρίσκεται κάτι ανώτερο ψηλά που βλέπει αόρατο του καθενός το δίκηο. Ήμουν, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξεύρω πώς μου ήρθε και αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα να στεφανωθώ. Μα ημέρα με την ημέρα να εύρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για τον γάμο.

Πρέπει να πήγε στον ντον Πρέντου», είπε στον Τζατσίντο. «Οι θείες σας είναι καλά; Να τους δώσετε πολλά χαιρετίσματα και να τις ευχαριστήσετε για το δώρο που έστειλαν στον αδελφό μου το Ρετόρο.» «Τα μαύρα δαμάσκηνα!», είπε μια λαίμαργη υπηρέτρια. «Η Νατόλια, ξύλο που της χρειάζεται, τα έφαγε όλα κρυφά.» «Εάν μου δώσετε και άλλα, ντον Τζατσί, θα κατέβω μαζί σας στο κτήμα» είπε η Νατόλια προκλητικά. «Και δεν έρχεσαι….», απάντησε εκείνος, η φωνή του όμως ήταν λυπημένη και, παρ’ όλο που η ηλικιωμένη κυρά νουθετούσε: «Καθένας με τους όμοιούς του πρέπει να κάνει συντροφιά, Νατόλια!», όταν βγήκε στο δρόμο άκουσε τις γυναίκες να γελούν μιλώντας γι’ αυτόν και την Γκριζέντα.

Του κάκου, είταν αλήθεια! Γκρεμίστηκε η Χριστίνα με το μωρό. Να τος ο γκρεμνός! Να το τό βάραθρο! Τι να κάμω τώρα! Ίσως ζη η Χριστίνα, ίσως δεν έπαθε τίποτις, ίσως λογοθύμησε· ας κάμω πως κατεβαίνω, να δω, να την εύρω, να ζήσω ή να πεθάνω μαζί της. Και κει που έκαμνα να κατέβω, — μπαμ! και σφυρίζει ένα βόλι στ' αυτί μου. Αυτό το βόλι μ' έκαμε έξω φρενώ· γένηκα στ' αλήθεια τρελλός.

Και όμως Μια 'πιθυμία μ' έλαβε, Να πάω να κυτάξω Τι είναι. Πώς να καταβώ; . . . Θα πέσω . . . Να πετάξω; . . . Κομμάτια ήθελα γενώ 'Στόν πάτο . . Ω! τι τρόμος! . . . Και ήθελα να κατεβώ, Και ήθελα να φύγω. Ο φόβος μου μ' εκράταε. Με σπρώχν' η 'πιθυμία. Και τέλος κάμνω απόφασι, Κάμνω δοκιμασία Να καταβώ· παρεμπρός Προυχώρησα ολίγο.

ΤΡΟΦΟΣ Μπορώ να σ' αφήσω να πεθάνης, αφού παραλογίζεσαι; ΕΡΜΙΟΝΗ Αλλοίμονον! Τι τύχη είναι αυτή; Πού να εύρω φωτιάν να πέσω; Πού να εύρω ένα βράχον κοντά εις την θάλασσαν; Ή επάνω εις τα βουνά μέσα σε δάσος να πεθάνω και να κατεβώ εις τον κάτω κόσμον; ΤΡΟΦΟΣ Γιατί να βασανίζεσαι έτσι; Την δυστυχίαν την στέλλουν οι θεοί εις τους ανθρώπους, άλλοτε εις τον ένα, άλλοτε εις τον άλλον.

Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και του έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ εις τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ.

Σαν τον Ορφέα ήθελα να κατεβώ στον Άδη, να τη βιάσω με την αγάπη μου να ξαναγυρίση, κι αν με ακολουθούσε, δε θα έστρηβα βέβαια να κοιτάξω πίσω τις σκιές. Αυτό εύχουμαι μέσα μου και δεν περιμένω γλήγορα την αμοιβή. Απεναντίας ετοιμάζουμαι για μια μακρή, σκληρή δοκιμασία και γνωρίζω από πριν πως το πρώτο, που πρέπει να μάθω, είναι η τέχνη να προσμένω.

Κι' αν αποτύχω, ή ο θάνατος δεν έλθη να αρπάξη το αιματωμένο γλύκισμα, στον Άδη θα κατέβω σ' τανήλια βασίλεια της Περσεφόνης κάτω να την ζητήσω. Και καμμιά αμφιβολία δεν έχω πως θα την φέρω γρήγορα την Άλκηστιν απάνω στα χέρια του συζύγου της να τηνε παραδώσω που πρόθυμος εδέχθηκε στο σπίτι του τον ξένο αν κ' είχε τέτοια συμφορά κ' εσκέφθηκε να κρύψη τόσω γενναίο τον πόνο του, κανένα μη λυπήση.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν