Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Τόσον καιρό που ζούσε η άμοιρη η Βεργινία, ψυχή δε ρώταγε γι’ αυτήν και τώρα που πέθανε, τρέξανε σαν τα κοράκια- άφησε πια τις Χαρζανοπουλίνες, μάννα και κόρες, και την αδερφή της γριάς, την Κερ-Αριστείδαινα, και την Κυρία Ευρυδίκη : αυτές δα ήταν απ τις πρώτες, σπιτικές σα να πούμε, στα μέσα και στα έξω. . και πήγαιναν πίσω απ’ την κάσσα κολλητές, σα συγγενείς. . . Τo Νίκο τον είχε πιάσει μπράτσο ο μάστοράς του ο Πρίαμος κι απ’ την άλλη μεριά ο Περικλής.
Κ' οι οχτροί της ακόμα — όχι δικοί της παρά τ' αντρός και των παιδιών της οχτροί — κ' εκείνοι δεν είχαν κακό λόγο για δαύτη. Η κρεββατοκάμαρα της Ελπίδας έγινε νεκρικός θάλαμος. Καταμεσής η κυρά Πανώρια ξαπλωμένη στην κάσσα της· δε φαινότανε παρά το πρόσωπό της. Το άλλο σώμα της ήταν σκεπασμένο από χίλιων ειδών λουλούδια και βότανα.
Για να τους ευχαριστήση μάλιστα εκόλλησε το Ευ στο επίθετό του. Και για να τους θαμπώση περισσότερο έδωκε στον πρωτότοκό του έν' από τα ονόματα που συνείθιζαν οι πρόγονοί του! Αφού το ρούχο κάνει τον άνθρωπο, ορίστε και το ρούχο· σκέφτηκε. Πήρε και μια κάσσα γεμάτη με βιβλία και την άδειασε απάνω του. Ήταν τα βιβλία που έτρεφαν συχνά το νου και το αίστημα των παλαιών Ευμορφόπουλων.
Τελευταία όμως ένας Ζαγορίσιος είχε ειπή στα Γιάννινα, και τα λόγια έφτασαν ως το χωριό, ότι ο Τασιούλας είχε κατηγορηθή άδικα όταν έφτασε στο Γιάσι, ότι είχε σπάσει μια κάσσα και πήρε φλωριά και καταδικάστηκε σε είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, κι' ότι μες στη φυλακή έκρυβε την εντροπή του, μη θέλοντας να ειπή ούτε από ποιο χωριό είταν, ούτε στο σπίτι του να γράψη, κι' ότι μέσα στη φυλακή, που βρίσκουνταν, έφκιανε διάφορα εργόχειρα και με την οικονομία του είχε κάνει αρκετή περιουσία και περίμενε να τελειώση η ποινή του και ναρθή στην πατρίδα του.
— Ναίσκε· καβάλλα στο ξυλάλογο· σα να λέμε στην κάσσα. Ξέχασες, βλέπω, το στερνό σου ταξείδι. — Ου!... έκαμε η γριά μ' ανατριχίλα, βάζοντας μπροστά το χέρι της για να διώξη το κακό. — Ω, διάτανε! το φοβάσαι βλέπω το θάνατο σα να ήσουνα χίλιω χρονώ. Μα στην πίστη μου σου λέω έχεις άδικο, γριά! Έχεις μεγάλο άδικο. Εκεί να ιδής σπίτι μια βολά.
Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον το οποίον έσβυσεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία. —Ποιος είνε κάσσα, βρε; Τα δύο παιδία ήσπαιρον και εδοκίμαζαν να φύγουν. —Μη φοβάστε, δε σας τρώω. Δόστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.
Το βασιλόπουλο μέσα στην κατάχρυση κάσσα, με τα μεγάλα μάτια του κλειστά, χαμογελούσε ακόμη κάτω από τα ροδόφυλλα. Οι δάσκαλοι εκυτταχθήκαν αναμεταξύ τους και είπαν σιγαλά: «Φτωχό παλικάρι! Δεν έβλεπε παραπέρα από τη μύτη του!» Οι μάγοι και οι σοφοί κυτταχθήκανε αναμεταξύ τους και είπαν: «Φτωχό παλικάρι. Έβλεπε πιο βαθιά απ' όλους μας.
Για να μην πληρώση τελωνείο τα δίνει μία νύχτα σε φίλους του να τα βγάλουν λαθραία. Αλλά την αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσσα την έπιασαν οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δεν χωρατεύουν. Δεν τους εκόστιζε τίποτα να πάρουν το πράγμα, να κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία.
Η κάσσα της Βεργινίας πήγαινε τον ανήφορο μπροστά, ξέμακρα απ’ τη συνοδεία. . ο άνεμος της ξεμάλλιαζε τα κόκκινα μαλλιά της. . η σκόνη πηδούσε χούφτες χούφτες στο νεκρό της πρόσωπο και της το φιλούσε. . η φωνή του ψάλτη με το'να μάτι έκανε δρόμο για τον ερχομό της. . . Ως που να πάνε στην εκκλησιά του Νεκροταφείου τα μάτια του Νίκου είχανε στεγνώσει-γιατί τον κύτταζαν κ' οι γυναίκες!... -Τo καημένο το παιδί ! έλεγε μια γριά μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι σε μια χοντρή μεσόκοπη-άτυχο που ήτονε να πάρη άρρωστη γυναίκα- παιδί πράμα! -Αμ τούχε ριχτή αυτή-Θεός σχωρέσ’ την ψυχή της !. . κι απέ αυτός δεν τόχε σκοπό για στεφάνι• τονέ μπλέξανε βλέπεις τον άνθρωπο. . αυτή φαινόταν από παντοτεινά φιλάρρωστη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν