United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα, φίλε μου, σαν όνειρο μου φαίνουνται, όλα σαν παραμύθι. Ή τώρα να χαλάση ο ουρανός και να καταστραφούν οι κάμποι, ή χρόνια ακόμη να βαστάξουν, το ίδιο δεν είναι; Πάντα μια μέρα θα χαθούν. Και δεν αξίζει να κοπιάζης. Το χέρι να κουνήσω, ένα βήμα να κάμω, να πάρω χαρτί και να γράψω, όλα μου έρχουνται σαν παραμύθι.

Αλλά κ' εκείνος ήτο ταπεινός, ήσυχος αθρωπάκος, δίχως λεβεντιάν εις τας κινήσεις του, δίχως αέρα. . . Κανένα όμως άλλον. . . Και ανεκύκλου ο γέρων κατά φαντασίαν το ρητόν το οποίον λέγει «οι κάμποι βγάζουν άλογα και τα βουνά λεβέντες» και το εύρισκε κ' εδώ ακόμη αληθέστατον.

Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά.

Και χύθηκε ο στρατός τότ' όξω απ' τα καράβια. Πώς οχ τον ουρανό πυκνά πέφτουν τα χιόνια κάτου, ψυχρά, από Θρακοδρόλαπα βοριοσταλμένου φύλλο, τότε έτσι λαμπρογιάλιστα πλήθος μεγάλο κράνα όξω απ' τα πλοία πρόβαιναν, και πρόβαιναν ασπίδες, 360 σωρός κοντάρια φράξινα, και δίχουφτα τσαπράζα. Η λάμψη πάει μεσούρανα, γελούνε γύρω οι κάμποι απ' τη φεγγιά· και των αντρών αντιβροντάει το βήμα.

Να, πανταχού σηκόνονται Ομού και των νικώντων, Και των νενικημένων Η φωναί, τρομερή Φρικτή αρμονία. Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε Φύλακες των δικαίων, Της Σελλαιΐδος σώσατε Τα τέκνα και τον Μπότσαρην Διά την Ελλάδα. Έπαυσ' η μάχη ολότελα, Αναχωρεί και η νύκτα· Ιδού που τ' άστρα αχνίζουσι, Και οι καθαροί λευκαίνονται Αιθέριοι κάμποι.

Και η αγάπη σε μια ώρα εφύτρωσε μέσα μου κ' ερρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε χαραμάδα και πρασινίζει και ανθοστολίζει αξεκόλλητα τους τοίχους του ερμόσπιτου! Την είχα εμπρός μου και ομορφιές της εύρισκα. Εμοσχοβολούσεν ο αέρας περίγυρά της· μουσική ουράνια ήταν η φωνή της· εγελούσε και οι άγριοι κάμποι άνθιζαν κ' επεντοβολούσαν.

Κι ο νέος άντρας πάλι πιο γλήγορα ψυχραίνεται όσο βλέπει να μαραίνεται το ρόδο της λαχτάρας του και βλέπει γύρω του νανθούν οι κάμποι της ζωής και τα γλυκά λουλούδια να χαιρετούν τις πλάνες πεταλούδες. . . Όταν, το μεσημέρι, κατέβαινε ο Νίκος απ’ τον τροχιόδρομο στη στάση της Γαργαρέτας κ’ έπαιρνε τους ανηφορικούς δρόμους να πάη σπίτι του, ψηλά, κάτω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γύριζαν και τον κύτταζαν τα κορίτσια στις πόρτες, που περίμεναν τους άντρες του σπιτιού ναρθούν απ’ τη δουλειά να φαν ψωμί.

Ούτως ειπούσα η δύσφημος, Χύνει, από δύο ποτήρια Αίμα και πορφυρίζονται Πάντες οι ουράνιοι κάμποι, Η γη και η νήσοι. Ελύθη, ελύθη ως όνειρον Το φάσμα. Καθαρώτατος Ο αέρας καταβαίνει Και δροσίζει τα χείλη μου, Και την ψυχήν μου. Ω Ελλάς! — ω πατρίς μου! Ελπίδων γλυκυτάτων Μήτηρ! σε βλέπω ακόμα Ζώσαν και μαχομένην, Και αναλαμβάνω.

Κλεισμένοςτο χαρέμι Τ' ακούει ο Σουλτάν Μαχμούτ και ρυάζεται και τρέμει, Και τα πυκνά τα γένεια του τινάζει με λαχτάρα. Φωτιά, προστάζει και σφαγή και γύμνια και τρομάρα! Φεύγουν οι δόλιοι χριστιανοί πώς φεύγουν τα πουλιά, Όταν θολούρα τα βαρεί αλάργα απ' τη φωληά, Και μέσ' 'ςερμιαίς βαθειαίς γυρνούν και κρύβονται 'ςτά βράχια. Οι κάμποι μένουν έρημοι, καίγονται χόρτα αστάχυα.

Της χώρας μου οι κάμποι, ιδές, βροντούν απ’ τις οπλές και βουή στέλνουνε στ’ αυτιά μου, όπου πετάει με βρουχητό ωσάν τ’ ακράτηγο νερό που πέφτει απ’ το γκρεμό. Αλλοί μου, αλλοί, θεοί, θεές, το κακό που μας πλάκωσε μακρύνετ’ από με. Με βουητό που ξεπερνά τα κάστρα μας ορμά καλοέτοιμος με τα λευκά σκουτάρια του ο λαός τραβώντας κατά μας.