United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την ετρύγισε καλά, ηύρε την εποχή, επούλησε το μπάρκο τον «Άγιο Στέφανο» αγόρασε ξεροχώραφα και τα έκαμε περιβόλι· εμούτζωσε για πάντα το ταξείδι. Την άλλη την ημέρα δεν έφυγα όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξεύρω τι μ' εκράταγ' εκεί· δουλειά δεν είχα.

Εγώ νομίζω ως αίτιον τούτου το ότι εκεί, όπου ο σεισμός γίνεται ισχυρότατος, η θάλασσα απωθείται, και κατά την αιφνιδίαν επιστροφήν της καθιστά την επίκλυσιν βιαιοτέραν· χωρίς δε σεισμόν μου φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν να συμβή το τοιούτο.

Και απ' ώρα σε ώρα επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων.

Τον Άρη, τον ολέθριον, όπου χωρίς ασπίδας φλέγει με καθώς έρχεται μεσ’ από θρήνους, από τη γη μας μακριά κάμε να φύγη προς τα πελάγη ας πάη της Αμφιτρίτης, είτε στη μαύρη θάλασσα, ή όπου βογγά ο Βορριάς της Θράκης. Γιατί ορθόν ό, τι αν αφήση η μέρα έρχεται η νύκτα και το συντρίβει. Αυτόν εσύ πατέρα Ζευ, ω δέσποτα των αστραπών, με το δικό σου σύντριψε το αστροπελέκι. Αντιστροφή γ΄

Του κάκου της έγραφε συβουλές από τα όρη ο Χρυσόστομος. Και λέγουν πως σαν απέθανε, βάλθηκε το λείψανο της σε κουτί και ρίχτηκε μες στη θάλασσαείταν η παραγγελία της αυτή —, κ' η θάλασσα το ξέβρασε κάπου, και το μεταφέρανε στην Πρωτεύουσα και το καταθέσανε στο ναό του Αγίου Θωμά. Ένα χρόνο ύστερ' από την εξορία του Χρυσοστόμου ξαναγίνουνται σεισμοί στην Κωσταντινούπολη.

Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρητην κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθητα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα! — Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.

Άναψε και το καντήλι· άναψέ τα όλα στη χάρι του. Ήθελε να δωροδοκήση τον άγιο, να τον βάλη μεσίτη και σωτήρα στον άφευκτό μας καταποντισμό. Αλλά του κάκου! Ο άγιος, δεν εμεσίτευε. Δεν ήθελε να μας σώση. Ο χιονιάς όλο κ' εδυνάμωνε. Η θάλασσα εβρυχόταν και άφριζε κ' ετίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο απάνω μας. Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξευρα αν ήμουν από τη θάλασσα ή από τον ουρανό.

Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ' του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν τώννοιωσε ποτέ. — Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνωμε στη στερηά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κ' ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά. Προσπαθούσε να διώξη απ' τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του.

Το σύνθημα της πυράς, το οποίον επρόκειτο να δώσουν οι Άβαροι, έδωκαν οι Αρμένιοι. Ο εχθρικός στόλος είδε την πυράν και ώρμησεν από τον μυχόν του Κερατίου κόλπου και επροχώρει προς το μέρος των Βλαχερνών. Αλλά περιεκυκλώθη υπό του Ελληνικού στόλου, οι εντός των πλοίων Σκλαβηνοί εφονεύοντο και μετ' ολίγον η θάλασσα έγινεν ερυθρά από το αίμα των, πτώματα δε απειράριθμα έπλεαν επί των κυμάτων.

Έπεφτε το ηλιοπύρι ζωντανό παντού σε στεριά και θάλασσα, στους σχισμένους τοίχους των ερημοκλησίων πέρα κ' εδώθε μέσα στα σαρακωφαγωμένα ξύλα των τάφων, κάτω στους υγρούς βυθούς και απάνω στον ξηρόν αιθέρα κ' εζωντάνευε κάθε οργανική σπορά και ανάσταινε από μία νεκρή χιλιάδες άλλες υπάρξεις· εχάριζε στον γέροντα νιάτα και τον νέον εγέμιζε συναισθήματα.