United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό. — Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι' αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον εαυτό τους.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε μ’ υπομονή μεγάλη Θάλασσα απέραντη, πλατειά, βαθύμακρα λιμάνια.

Το ξέρει εκείνη γιατί τη γλυκοκοιτάζει τη θάλασσα. Αυτή της φέρνει τα γράμματα, θα της φέρη και τον καλό της μια μέρα. Τι δεν έδινες νάχης τους στοχασμούς της αυτή την ώρα! Άγιο μυστήριο η αγάπη! Ας τη λατρέψουμε από μακριά, κι ας την αφήσουμε να καίη εκεί ήσυχα, σαν αυτό το καντήλι, σιμά στα κονίσματα. Μια ματιά στην άλλη την κάμαρα, και φεύγουμε. Βλέπω &δυο& κερές εδώ μέσα.

Στον κάμπο με τα χρυσά κλήματα, στη θάλασσα των αμπελιών μάς πήγαινε το τραίνομια Κυριακή πρωί, μια ρόδινη ανατολή. Στη θάλασσα των αμπελιών, εκεί ακούσαμε την καμπάνα, μια Κυριακή πρωί, την καμπάνα της λειτουργίας! Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Για ξένους τόπους ξεκινήσαμε, για συννεφιασμένους ουρανούς.

Τότε απαντά ο πολύπειρος και θεϊκός Δυσσέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, όχι, δε θέλει το θυμό να σβύσει, μον πιο ακόμα αφρίζει και περιφρονάει τα δώρα σου κι' εσένα. Μόνος σουχαιρετίσματα σου στέλνεινα κοιτάξεις 680 πώς να γλυτώσεις το στρατό και τα γοργά καράβια, και φοβερίζει πως αφτός στη θάλασσα, άμα φέξει, θα ρήξει τα καλόθρονα καράβια και θα φύγει.

Αυτός ήξερε πούτον πηγή ή αρόλιθος . Ήξερε και τα βάραθρα που διατηρείται χιόνι το καλοκαίρι. Άλλη ηδονή για μένα ήτον η θέα και το αίσθημα του ύψου. Όταν από κεί πάνω έβλεπα πόσον χαμηλά ήσαν κάτω η γη κη θάλασσα, νόμιζα πως πετούσα, σαν νάμουν ανώτερος από άνθρωπος. Στα ύψη κείνα μου φαινότανε πως ήσαν ελαφρότερα τα μέλη μου.

Βλέποντας αντίκρυ στη θάλασσα η Μαριγή, σφίχτηκε η ψυχή της, κόμπωσε ο λαιμός της, σα να της έλεγε η άπονη, η απέραντη η θάλασσα πως μια για πάντα θα τη χωρίση από τον τόπο της, από τα κόκκαλα των αγαπημένων της, απ' όλα όσα στον κόσμο λάτρεψε η καρδιά της.

Την τρίτη μέρα ο Καερδέν κάλεσε τον Τριστάνο: «Φίλε, συμβουλεύτηκα την καρδιά μου: Ναι, αν μούπατε την αλήθεια, η ζωή που κάνετε σ' αυτό τον τόπο είναι παραφροσύνη και τρέλλα, και τίποτε καλό δε μπορεί να βγη ούτε για σας ούτε για την αδερφή μου την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Λοιπόν ακούστε τι θα σας πω. Θα περάσουμε τη θάλασσα και θα πάμε μαζύ στο Τινταγκέλ.

Ο στόμαχος και η καρδία πρέπει να είναι ευχαριστημένα, ίνα ηδυνώμεθα θαυμάζοντες την φύσιν· άλλως ο ήλιος φαίνεται ημίν, εμοί τουλάχιστον, μηχανή προς ωρίμανσιν των πεπόνων, η σελήνη φανάριον των κλεπτών, τα δένδρα καύσιμος ύλη, η θάλασσα αλμυρόν ρευστόν και η ζωή ανούσιος, ως νερόβραστος κολοκύνθη.

Όσοι δεν εγεννήθησαν εις μέρος παράλιον γνωρίζουν οποίον άπειρον δέος και κατάπληξιν προξενεί εις τον άνθρωπον η θάλασσα, όταν το πρώτον την βλέπη.