United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του οποίου, ο καϋμένος ο κυρ Μέντιος εβάσταξε κάμποσο, ως εδωδά απόξω, μια τουφεκιά δρόμο, του οποίου έβλεπα, του οποίου, τα μάτια μεγάλα-μεγάλα σαν γαλιός, του οποίου σαν αφάληνα ο καϋμένος ο κυρ-Μέντιος. Μα ο κατακαϋμένος ο καπετάνιος χάθηκε από μπροστά μου σαν αστραπή. Εγώ ήμουνα απάνωτη μπουκαπόρτα. Η «Γαλανομμάτα» 'ς τον αφρό ακόμα, σαν να χόρευε.

Το ’βγαλε πέρα κι ούτε απόκαμε η ευχή που ’δωσε ο πατέρας, ως πέρα η ανυπάκουη γνώμη εβάσταξε του Λάιου· και τώρα γνοιάζομαι την πόλη μας, γιατί δεν χάνουνε τη δύναμή τους οι χρησμοί. Ω πολυστέναχτοι, ανήκουστο που εκάμετε το πράμα κ’ ήρθαν αλήθεια συμφορές να κλαίη κανείς όχι με λόγια.

Λαοί διάφοροι στα ήθη και στη γλώσσα ισκιάζονταν από κάτω του, σαν φοβισμένα πρόβατα στο λιόκαυτο δειλινό. Ο Χαγάνος χαιρότανε διπλή χαρά. Είχε στην αγκαλιά του την κόρη, είχε και τη δόξα της γενιάς του ασφαλισμένη. Δεν εβάσταξε όμως και πολύ η χαρά του. Ένας σίφουνας εφύσηξε ξαφνικά κ' έδειρε το θεώρατο δέντρο απ' όλες τις μεριές.

Το βάσανό μου αυτό εβάσταξε, λέγει, ως το ηλιοβασίλεμα, και τότε όλοι μαζί έφεραν το κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και θάφτοντας ετραγουδούσαν και μου έλεγαν: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!.... Μέσα στο καταφώνιασμα εκείνο ακούω μια φωνή να μου φέρνη το αέρι: — Ε από το μπάρκο!...ε!...

Άλλαξε τέλος πάντων τότε ο άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας επροξένησε μεγάλην χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν καιρόν, με το να ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει δυσκολίαν να το πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει. &Συμβεβηκός Β' του Αμπουλβάρη.&

Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι.

Εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους επήγε πράγματι να κοιμηθή την νύκτα ο Πάπος. Το κενόν το οποίον άφηνεν ο τέταρτος τοίχος εφράττετο εν μέρει με έν παλαιόν καραβόπανον, το οποίον της είχε χαρίσει άλλος πάλιν γείτων. — Κ' εβάσταξε η ψυχή σου, μωρέ, να μην πας με τον πατέρα σου, που σε ήθελε; είπεν η Σειραϊνώ, άμα ούτος κατεκλίθη τυλιχθείς εις πάλαιαν τριμμένην βελέντζαν.

Να μη είμαστε σε καμμιά σκάλα να της πας αύριο ένα πιατάκι κόλλυβα, που ξημερώνει, κατάλαβες, ψυχοσάββατο! . . . ένα κεράκι να της ανάψης, κατάλαβες . . . Η υπενθύμισις αύτη ήτο έλαιον εις την πυράν. Εξήναψεν ο πόνος του πάλιν. Δεν εβάσταξε πλέον. Επέρασε την σακκορράφαν του εις μίαν πτυχήν του ιστίου και εγερθείς μετέβη εις το μαγειρείον ν' ανάψη ένα τσιγάρο, ως είπεν.

Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα, χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις. επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα καιτην καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. 145 και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα, οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν, και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα· «Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη· αχ! δεν εβάσταξε η κακήτου πρώτου ανδρός να μείνη 150 το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος». αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν.

Μοιριολογάει με φωνή και τρομασμένα αχείλια. » Ο Ταύρος δεν εβάσταξε με τόση αντριά και θάρρος, » Του Έρωτα το φόρτωμα και αγάπης του το βάρος, » Αυτά τον πρωτοδέχτηκαν της Κρήτης τότε οι τόποι, 175 » Οπού ήφερνε στη ράχη του την ώμορφην Ευρώπη· » Διαβαίνοντας το πέλαγος οπού χωρίζει πέρα » Την Κρήτη από την Αίγυπτο σε μοναχήν ημέρα, » Καθώς εμένα ο Μπάκακας στης πλάταις του ο καϋμένος » Μες τ' αφρισμένα κύματα με φέρει φορτομένος. 180