Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
— Πώς! δεν έχετε καθόλου καλογέρους που διδάσκουνε, συζητούνε, κυβερνούνε, ραδιουργούνε και που ψήνουνε τους ανθρώπους, που δε συμφωνούνε μαζί τους; — Θάπρεπε νάμαστε τρελοί, είπε ο γέρος· εδώ είμαστε όλοι σύμφωνοι και δεν καταλαβαίνω, τι θέλετε να πήτε με τους καλογέρους σας.
Τώρα οι τέσσεροι θα γίνουν έξη. Δεν μας παίρν' η καρρότσα. Ο ανδράδελφός μου, τον είδα που του έγνεψε με τρόπο, σαν να ήθελε να του πη: «Ησύχασε και μη σε μέλη...θα είμαστε όσοι είμαστε...» Τότ' εγώ έβγαλα τα ένδεκα σβάντζικα, που μου είχε ρίψει ο γείτονας ο κυρ Μικέλης και δεν είχα ξεχάσει να τα δέσω καλά στο κλωνί της μανδήλας μου. Σαν άκουσε τον κουδουνισμό ο καρροτσέρης, εγύρισε κατά μένα.
Ώφειλε να τους εμβιβάζη με τρόπον εις τον τόπον της εκλογής, χωρίς να κάμνη ότι αυτός τάχα τους ωδήγησε και τους παρέπεμψεν όπως ψηφοφορήσωσιν. Οι εντροπαλώτεροι των εκλογέων, σχεδόν όλοι, με όλην την μέθην ην είχον τινες αυτών εστενοχωρούντο και διεμαρτύροντο λέγοντες ότι «τι; πρόβατα είμαστε, να μας παν έτσι;» Εν τοσούτω ενομίζετο επάναγκες να τους επιτηρώσιν.
Θα της πεις: «Ποιον πρέπει να στείλουν να σε ζητήσει; Τον παπα-Πασκάλε, την αδελφή του ή κάποιον άλλο;». Εάν πει να μη στείλουν κανένα, τόσο το καλύτερο, μα την πίστη μου, τόσο το καλύτερο! Έπειτα θα ενεργήσουμε γρήγορα και αθόρυβα. Δεν είμαστε πια παιδιά.
— Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος. — Και τα δικά σου. — Πού είμαστε; — Δεν ξέρω. — Δεν ακούς; — Ακούω. Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι. Ο ανθρώπινος πόνος
Είμαστε αναγκασμένοι κάποτε να υποφέρωμε τα ελαττώματά τους, όταν έχουν και μερικά προτερήματα. Αυτή είνε επιτήδεια, περιποιητική, πρόθυμη και προ πάντων πιστή. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Κυρία! ΜΠΕΛΙΝΑ Γιατί έκανες τον αφέντη σου να θυμώση; Εγώ πάντοτε φροντίζω να φαίνωμαι στον κύριο ευχάριστη για όλα τα ζητήματα. ΑΡΓΓΑΝ Α! την πανούργα!
Ο Έφις κοίταζε το ανθρωπάκι μεταξύ θαυμασμού και καχυποψίας και έμοιαζε να τον ρωτά με τα μάτια: «γιατί τόση γενναιοδωρία;». Κι εκείνος, που έτρωγε με το πρόσωπο σκυμμένο επάνω στο πιάτο του, σήκωσε τα μάτια και είπε: «Επειδή είμαστε χριστιανοί!»
Κι αυτό την έρριξε πιο βαριά κάτω. Όταν ξανάρθε ο γιατρός της έγραψε κι άλλη Δακτυλίτιδα κάθε δυο ώρες τώρα, και πάλι δυναμωτικά κ' είπε να μη σηκωθή απ’ το κρεββάτι-μα και να ήθελε, μπορούσε; Και ο Νίκος καθεμέρα γινόταν πιο πεταχτός, πιο χαρούμενος. -Σαν περπατούσε στο δρόμο ανασήκωνε τις φτέρνες πριν ναγγίξουν το χώμα, έρριχνε πίσω το κεφάλι και κύτταζε ολόγυρα με μάτια φεγγερά να δη τον κόσμον όλο πούτονε δικός του . . κι ανάσαινε βαθιά με τα ρουθούνια διάπλατα, σα να μην τούφθανε ο αέρας γύρω για τα δυνατά πλεμόνια του. . . Στο μαγαζί του λέγανε: «Μωρέ Νίκο! τι έπαθες, μωρέ Νίκος μπας και σούρθε καμμια κλερονομιά ;» -Κι’ αυτός γελούσε: «Εγώ τι έπαθα, για εσείς τι πάθατε και κοιμόσαστεν ορθοί !» Να τονέ βλέπατε πως έπιανε το σκαρπέλλο και τη σγόρμπια στο χέρι και τα χτυπούσε με τη ματσόλα μες το ξύλο σα νάθελε να τα κάμη όλα τρίψαλα ! Ο μάστοράς του φώναζε: «Έ!! Νίκο ! έχει εκατό δραμές αυτή η καρυδιά ! Δεν είμαστε, καλά, λέω 'γώ !» Αυτός όμως μάζευε τα χαλινάρια του τη στιγμή πούπρεπε και γύριζε ταργαλείο με μια στρογγυλή και τρυφερή κίνησι σαν αγκάλιασμα, γλήγορη κι απαλή σα χάδι κρυφό, κ' έξυνε κ' έγλυφε το αυγό που σκάλιζε και την αχιβάδα και το φλασκόφυλλο και τον άκανθο, ως που το σίδερο γινότανε φωτιά μέσα στα χέρια του.
Για τα ιστορικά δράματα λοιπόν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι εχρησιμεύετο η αρχαιολογία, που και για τάλλα δράματα το ίδιο εγώ πιστεύω πως εχρησιμεύετο.
Το βλέπει κι ο Χαμίτης αυτό το «ου μην αλλά» και θαρρεί πως βλέπει το Θεμιστοκλή και τονε φοβερίζει. Αν είτανε «μα» ή τουλάχιστο «όμως», θα τονε φοβέριζε κανένας Μπότσαρης. Μα μεις δεν είμαστε του Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη παιδιά. Είμαστε του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, «ου μην αλλά» και του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, και Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ουχί του εκ Δημητσάνης».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν