Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Χρειάστηκαν κάμποσα χρόνια για να φανή τέτοιος τύπος, και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι που τα διάφορα στάδια, οι διάφοροι αφτοί χρωματισμοί ψυ'ή, ψυή, ψυή, ψ υ ή, ψή σώζουνται ακόμη και σήμερα, ξεχωριστά ο κάθε χρωματισμός σε διάφορα χωριά. Natura saltus non facit, λέει ένα ρητό. Lingua saltus non facit, μπορούμε να πούμε και μεις.
Εμείς είμαστε τα καλάμια και η μοίρα είναι ο άνεμος.» «Ναι, εντάξει∙ γιατί όμως μια τέτοια μοίρα;» «Και ο άνεμος γιατί; Ο Θεός μόνο ξέρει.» «Γενηθήτω, τότε, το θέλημά Του», είπε εκείνη σκύβοντας το κεφάλι στο στήθος και βλέποντάς την έτσι σκυμμένη, τόσο γριά και θλιμμένη, ο Έφις ένοιωσε σχεδόν δυνατός.
Μαννούλα, μαννούλα, τι μεγάλος καημός που μας ήρθε! Ποιος τόλεγε, τότες που με φεγγαροχτένιζες και μιλούσαμε για χαρές, πως οι χαρές αυτές είταν πίκρες που ταίρι δεν έχουν. Κωστ. Αρετούλα μου, λυπήσου, καημένη, τη μάννα μας, λυπήσου ταδέρφια σου που είμαστε και μεις αίμα της. Για το δικό σου καλό γίνετ' αυτό το μαρτύριο. Πολλές αυγές δε θα φέξουν και θα κάθεσαι βασίλισσα μες σταρχοντικό σου.
Έχει εκείνη θάρρος κ' επιμονή και δύναμη που δεν κάνουν καλά να την περιφρονούνε. Ο Αριστόδημος ακούοντας τέτοια λόγια γινότανε έξω φρενών. — Αίμα μας λέει; αίμα μας ; μη σ' ακούσω ναν το ξαναειπής! Όσο αίμα τους είν' ο κούκκος των περιστεριών γιατί έτυχε ν' αναστηθούν στην ίδια φωλιά, τόσο είμαστε και μεις μ' εκείνη. Τα χρωστάμε λέει σ' εκείνη ; Και τι μπορεί να μας δώκη μια κουρελού.
Το χειμώνα κατοικούσαμε ή στην πόλη, ή τόσο κοντά στην πόλη, ώστε μπορούσαμε να είμαστε κει όποτε θέλαμε. Κ' έτσι, γινότανε και με μας ό,τι και με τον περσότερο κόσμο. Η ζωή της πρωτεύουσας μας παράσερνε στη ζάλη της, ώστε απομένανε μετρημένες οι ώρες, που μπορούσαμε να ζούμε όλοι μαζί και να αιστανόμαστε πως είμαστε όλοι ένα.
Σηκόνομαι, παίρνω ένα στρατιώτη, πούξερε τούρκικα, μαζί μου και του λέω: Δω που θα πααίνουμε, μεις θα κραίνουμε ρωμαίικα κι ό,τ' ακούς συ τούρκικα να μ' τα λες εμένα ρωμαίικα. Τι λέει ο τσαούσης; του λέω. Τον ταγματάρχη ζητάει, κυρ λοχία. Γέλασα. Μας νόμισαν πως είμαστε ολάκερο τάγμα.
Πυρ ομαδόν απάνω στα κεφάλια μας. Είμαστε ντιπ κατάλακκα, χωρίς ταμπούρια, χωμένοι μέσα στα κουτρόνια. Άξαφνα πέρ' απ' τα Καβούρια πλακόνει ένα τουρκικό μ' οχτακόσους Τόρα, κυρ λοχία, μου κάνουν αντάμα όλα τα παιδιά, τι θα κάμουμε; Να μας βοηθήσουν οι δικοί μας είταν αδύνατο. Τόρα μωρέ παιδιά, τους κάνω, κάμτε το σταυρό σας, φιληθήτε και πέστε πως δεν είστε ζωντανοί.
Είμαι ευτυχισμένος που υπέφερα, που αμάρτησα, γιατί δοκιμάζω το θεϊκό σου έλεος, τη συγχώρεσή σου, τη βοήθειά σου, την απέραντη μεγαλοσύνη σου.» προσεύχεται ο Έφις. Άλλη οδός σωτηρίας δεν υπάρχει, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος γιατί « Σαν τις καλαμιές στον άνεμο είμαστε.
Αν όμως πάμε πειό μπροστά της θέσεις μας να πιάσουμε, χωμένες μέσ' τα ρούχα τους, όλους θα τους γελάσουμε. Κ' εκεί που θα καθίσουμε και γένεια θα κολλήσουμε, ποιός δεν θα πη πως είμαστε σαν άνδρες στην αράδα; Κι' ο στρατηγός Αγύρριος, πούχε τη γενειάδα του Πρόνομου, εκρύφτηκε το ίδιο και καλήτερα• κι' όμως γυναίκα ήτανε και λόγου του προτήτερα! Και τι μεγάλα πράματα κάνει στην πόλι τώρα!
Είμαστε στο θερμό και δε μαδάγαμε. Καρτερούσαμε ώρα με την ώρα να πιάση το ντουφέκι. Βρίσκω παρακάτω τον υπολοχαγό τον Κουρμούλη — θιός σχωρές τον — Γεια σου, Μόσχο! — Διατάξατε κυρ Υπουλοχαγέ. — Κάτσε να φάμε λίγο κουσουμάρι. — Δε μπορώ· έχω τα παιδιά μονάχα τους απάνω. Κάτσε, δε κάθουμαι· έκατσα στο ποδάρι. Παραπέρα στο χωριό τ' Αμπελάκι είχαν πανηγύρι κι έρριχναν αριά και που λιανοτούφεκα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν