Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Μα ας νιώσει πια η ψυχή σου μια στάλα πόνο και σπλαχνιά. Σεβάσου την καλύβα 640 που να μας σώσεις ήρθαμε στη στέγη σου από κάτου, εμείς π' απ' όλους είμαστε πιο φίλοι σου κι' αδρέφια.»
Κ' εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως είμαστε σε κανένα δάσος από εκείνα των παραμυθιών τα μαγεμένα, που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσές και καμάρες αεροΰφαντες· που άνθρωπος δεν διαβαίνει, και πουλί πετούμενο δεν λαλεί και θηρία δεν μονιάζουν παρά βασιλεύει ερημία και σκοτάδι κυβερνά και η παγωνιά καταλεί, αργά και άσφαλτα τους δύστυχους που επλάνεψεν η τύχη στ' ανήλιαστα μονοπάτια τους!
Να πώς περιγράφει την περίοδο εκείνη της ζωής του άτυχου ποιητή ο Ernest La Jeunesse: «Από την ημέρα που πάτησε το πόδι του το δικό μας χώμα ξακολουθούμε να είμαστε μάρτυρες μιας φρικτής τραγωδίας, της προσπάθειάς του να ξαναζήση.
Καθώς λοιπόν των θεών αυτών είναι η φιλία έτσι κ’ οι δυό οι αντίπαλοι βέβαια θα πράξουν° κ’ είμαστε με των νικητών εμείς το μέρος, κείνοι των νικημένων° αφού βέβαια ο Δίας ανώτερος στον πόλεμο απ’ τον Τυφώνα είναι, τον Δία κανείς να νικηθή δεν είδε ως τώρα, και στον Υπέρβιο, σύμφωνα με το έμβλημά του, ας τον γλυτώνη, πότυχε στ’ όπλο του επάνω.
— Είμαστε αδέρφια· όλοι αράπηδες, απήντα ο σαλπιγκτής, Η αστοχία των Τούρκων πυροβολητών παρέτεινε την αγωνίαν του Αρκαδίου. Αλλά περί την δείλην επανειλημμέναι βολαί επιτυχούσαι την πύλην διέρρηξαν αυτήν· και άλλαι ήνοιξαν ρήγματα εις διάφορα μέρη του περιβόλου. Ο κανονοβολισμός εξηκολούθησε και επί τινας ώρας της νυκτός.
Πες μου, όμως, πες μου Έφις», συνέχισε θλιμμένη, «δεν είμαστε πολύ άτυχες εμείς; Ο Τζατσίντο που μας έχει καταστρέψει και παντρεύεται εκείνη την ξεβράκωτη και η Νοέμι, αντίθετα, που πετάει ένα τέτοιο τυχερό.
Απάντησε, έχω δίκιο;», επανέλαβε ταρακουνώντας τον από τους ώμους. «Θυμάσαι τι λέγαμε στο κτηματάκι; Εγώ το θυμάμαι πάνα και γι’ αυτό λέω στον εαυτό μου: ο Έφις κι εγώ είμαστε δυο δυστυχισμένοι, αλλά είμαστε πραγματικοί άντρες και οι δυο, περισσότερο και από τον θείο Πιέτρο και από τον Μιλέζο, βέβαια!
Δεν είνε σαν αυτό εδώ. — Εκεί κάτω είνε η μαννού σου; — Εκεί είνε. — Χαιρετίσματα να της πήτε πολλά, απ' τον Νικολό τ' Αγώτη· είμαστε γενιά. — Μετά χαράς. Εγέμισαν τα κανατάκια των κ' έφυγαν τρέχουσαι. Η πρώτη εξ αυτών, η λαλήσασα, εφαίνετο να είνε ως δεκαπέντε ετών· αι άλλαι, αδελφαί ή εξαδέλφαι της, θα ήσαν έως δώδεκα ή δεκατριών.
Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητος — κολώνα, και του λέγω: — Τι χαμπάρια, πατριώτη; Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε.
Και ο Τζατσίντο, με αφηρημένο βλέμμα, ξανάρχισε τις ιστορίες για τα μυθικά πλούτη των Στεριανών Κυρίων, για τις κακές τους συνήθειες και τη διαφθορά τους. «Και αυτοί είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι;» ρώτησε ο Έφις, σχεδόν θυμωμένα. «Κι εμείς είμαστε άνθρωποι ευχαριστημένοι;» «Εγώ ναι, κύριε μου! Πιείτε, πιείτε και κάντε κουράγιο!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν