Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Έπαιρνε από τα βιβλία λέξες και φράσες βροντηχτές και τις έγραφε σε τετράδια. Τις έλεγε δυνατά για να τις μάθη απόξω. Ήθελε με κάθε τρόπο να τις χώση στη ζωή του. Μα φαίνεται πως δεν ήταν καμωμένος για τέτοιο κατόρθωμα.
Μολαταύτα το τελευταίο του φρούριο το Κάρχαιξ αντέχει ακόμη, γιατί δυνατά είναι τα τείχη του, και δυνατή είναι η καρδιά του γυιού του, του Καερντέν, του καλού ιππότη. Μα ο εχθρός τους τσιτώνει ολοένα και πεινάνε: θα μπορέσουν να βαστήξουν πολύ ακόμη;» Ο Τριστάνος ρώτησε πόσο μακρυά ήτανε το φρούριο του Κάρχαιξ. «Άρχοντα, δυο μίλλια μοναχά». Χωρίστηκαν και κοιμήθηκαν.
Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;
Ω! Τι ευτυχισμένο το αηδόνι, λέει, λέει αδιάκοπα ό,τι θέλει, διατί να μη ζητήσω να γίνω αηδόνι εξ αρχής. Καλή Νεράιδα, παρεκάλεσε τώρα, κάμε με αηδόνι, πώς να μείνω πάντα βουβή· και εκτυπούσε τόσο δυνατά τα πτερά της, ώστε θα τα έσπαζεν, αν η Νεράιδα δεν την ήγγιζεν. Ύψωσε πάλιν την βέργα της, άστραψε τόσον, ώστε να πονέσουν τα μάτια της Ανθούλας.
Μα όταν είδε και το χελιδόνι να πετάη ακόμη σιμά της και το Δάφνη να γελάη για το φόβο της, έπαψε να φοβάται κ' έτριβε τα μάτια της που ήθελαν ακόμη να κοιμηθούν. Κι' ο τζίτζικας άρχισε να τραγουδάη μες στον κόρφο της σαν ικέτης, που ευχαριστούσε για το γλυτωμό του. Πάλι λοιπόν εφώναξε δυνατά η Χλόη· κι ο Δάφνης εγέλασε.
Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...
Ο άνθρωπος, φίλε μου, αποκρίθηκε ο Γέροντας, όσο κυριεύεται από της πρόληψαις, οπού δεν απολείπουν να κολακεύουν και τον νουν των πλια φωτισμένων, είναι αδύνατο να επιτύχη τον δρόμον, οπού φέρει στην μάθηση της αλήθιας. όλοι τον οι λογαριασμοί είναι υπόθεσαις και γνώμαις, οπού χαλνιούνται από άλλαις κενούργιαις, κι' οπού τον βιάζουν να φέρη γύραν πάντα στον ίδιον τόπον, σκοντάβοντας άκοπα, και δίχως φως παντοχής, να φθάση καμμιά φορά στο τέλος οπού γυρεύει, τρέχωντας στα χαμένα, και σταθερός στην ισχυρογνωμία του δεν στρέγει ν' αφηκρασθή τον ορθόν λόγον, οπού δυνατά του φωνάζει να μην αποβλέπη σ' άλλο από το όφελος, οπού ημπορεί ν' απολάψη σε κάθε σπουδή του, και γένεται ατός του η πρώτη θυσία της γνώμης του, αφορμής, οπού διδάχνοντας άλλους όλο σφάλματα, ποτίζεται τόσο από ταύτα, οπού χάνει ως το ύστερο την αίσθηση της αλήθιας, και σέρει κατόπι του τον άλυσον της πλάνης μαζή με τους άλους.
Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 667 Μα μιας την πρύμη ο Έχτορας και μπόρεσε να πιάσει, 716 πια δεν την άφινε στιγμή κρατώντας τη φιγούρα με τα διο χέρια δυνατά, και φώναξε τους Τρώες «Φέρτε φωτιά, κι' ως στο στερνό σα σκύλοι πολεμάτε!
«Παιδιόθεν· και πολλάκις έρριψεν αυτόν εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ· αλλ' ε ι τ ι δ ύ ν α σ α ι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς». «Ει δύνασαι; είπεν ο Ιησούς· πάντα δυνατά τω πιστεύοντι».
Φ ο υ σ κ ο μ ά γ ο υ λ ο ς· οπού φουσκόνει τα μάγουλα Λ α σ π ά ς· οπού περπατάει στης λάσπαις· Ν ε ρ ο θ ρ ό ν α· οπού έχει το θρονί της στα νερά. Χ ο υ γ ι α τ ά ς· οπού χουγιάζει δυνατά. Β α λ τ ί σ ι ο ς· οπού κατοικάει στους βάλτους. Β λ η τ ρ ο ύ δ η ς· οπού έχει χρώμα Βλίτρου. Φ ω ν α ρ ά ς· οπού φωνάζει· Ν ο τ ι ά ρ η ς· οπού χαίρεται στη νοτιά. Λ α χ α ν ά ς· οπού έχει χρώμα λαχανί. Λ ι μ ν ι ό τ η ς· οπού κατοικάει στης λίμναις. Κ α λ α μ ι ό τ η ς· οπού κάθεται στα καλάμια. Ν ε ρ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το νερό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν